O Μάνος σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο της ιστορίας κατεύθυνσης. Ονόματα κι ημερομηνίες μπερδεύονταν στο νου του και δεν τον άφηναν να συγκεντρωθεί. Ένας μήνας είχε μείνει για τις Πανελλήνιες. Ένας μήνας και μετά τέλος. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Τι πάγκος δηλαδή, ολόκληρη πόλη. Θα περνούσε Αθήνα ο κόσμος να χαλάσει. Κι η Σοφία; Αναστέναξε κι έκλεισε το βιβλίο. Τέλος το διάβασμα για σήμερα.
Τεντώθηκε για να φτάσει το κινητό του, που ήταν πεταμένο στο κρεβάτι κι άρχισε να γράφει ένα μήνυμα. «Διαβάζεις;». Ήθελε να γράψει κι άλλα, μα πάνω απ’ όλα ήθελε ν’ ακούσει τη φωνή της. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν κι ο χαρακτηριστικός ήχος ακούστηκε.
«Έλα αγάπη.»
«Έλα… όλα καλά; Διάβαζα άγνωστο.»
«Κι εγώ ιστορία. Έλεγα αν θες να βρεθούμε πιο μετά.»
«Στο παρκάκι;»
«Ναι, ναι.»
«Είσαι καλά; Ακούγεσαι κάπως.»
«Μια χαρά. Απλώς θέλω να μιλήσουμε.»
«Ωχ…»
«Δεν είναι τίποτα, αλήθεια. Μη μου αγχώνεσαι»
«Θα σε πιστέψω για την ώρα. Τα λέμε στις οχτώ!» γέλασε η Σοφία κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Μάνος έμεινε να κοιτάζει αφηρημένος το χαμόγελό της από την ταπετσαρία του κινητού του. Ήταν η φωτογραφία που είχαν τραβήξει μαζί στην πενταήμερη, μπροστά από το Λευκό πύργο. Μαγική πόλη η Θεσσαλονίκη. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι του. «Όχι και τόσο μαγική αν στην πάρει μακριά, αγαπητέ Μάνο» σκέφτηκε. Αμέσως ένιωσε άσχημα με τον εαυτό του. Δεν είχε το δικαίωμα να της πει που θα περάσει. Έπρεπε να είναι χαρούμενος, όποια επιλογή κι αν έκανε. Αυτό δε σημαίνει αληθινή αγάπη; Κουραφέξαλα. Να τα έβραζε τα σοφά λόγια και τ’ αποφθέγματα για το τι είναι σωστό και τι όχι. Την ήθελε κοντά του. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς αυτήν.
Άρχισε να ντύνεται αργά. Ό,τι κι αν αποφάσιζε, θα το σεβόταν. Δεν μπορούσε όμως να τα κρατάει άλλο μέσα του. Δεν ήταν δίκαιο ούτε γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτήν.
«Φεύγω!» φώναξε για να τον ακούσει η μητέρα του.
«Μην αργήσεις» άκουσε τη χιλιοειπωμένη φράση από την κουζίνα.
Έτρεξε στο πάρκο. Είχε φτάσει νωρίτερα, μα δεν άντεχε να μένει άλλο μέσα στο σπίτι. Κάθισε στο μοναδικό παγκάκι κι ακούμπησε με το δάχτυλό του τα ανάγλυφα αρχικά που είχε χαράξει η Σοφία μετά το πρώτο τους φιλί. «Μ+Σ = L.F.E». Πόσο μικρά κι ανόητα ήταν. Δεν έβλεπαν κανένα εμπόδιο στο δρόμο τους. Όλη η ιστορία τους σ’ αυτό το παρκάκι. Ένας χρόνος κι έξι μήνες δε χάνονται έτσι εύκολα. Ούτε με την απόσταση;
«Κοντεύουν να εξαφανιστούν τα γράμματα, θα φέρω σουγιά να τα χαράξουμε πάλι» άκουσε τη φωνή της Σοφίας από πίσω του. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και κάθισε δίπλα του. Της χαμογέλασε.
«Θυμάσαι που σε κορόιδευα όταν τα χάραζες;»
«Ναι, τρομάρα σου! Μη φανεί ρομαντικός ο κύριος Μάνος, θα πάθει τίποτα!»
«Και κοίτα πως με κατάντησες, χαζούλα. Έγινα πιο μελό κι από σένα»
«Αφού μ’ αγαπάς» είπε και τον φίλησε, πιο έντονα αυτή τη φορά.
«Σ’ αγαπάω και…δε θέλω να σε χάσω» είπε ο Μάνος και της έπιασε τα χέρια.
«Γιατί να με χάσεις;»
«Θες ακόμα να περάσεις Θεσσαλονίκη;» κατάφερε να ψελλίσει. Η Σοφία σκυθρώπιασε. Άφησε τα χέρια του.
«Το ήξερα ότι θα είχες θέμα»
«Δεν έχω θέμα ρε συ Σοφάκι, αλλά το σκέφτομαι τόσο καιρό. Δεν μπορούσα να μη στο πω»
«Η απόσταση δεν παίζει ρόλο όταν αγαπιούνται δύο άνθρωποι, το ξέρεις αυτό»
«Στη θεωρία, ναι. Στην πράξη όμως; Σκέψου το. Πότε θα βρισκόμαστε; Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια; Σου φτάνει εσένα αυτό;»
«Δεν ξέρω.. Θα μιλάμε στο τηλέφωνο, στο skype..»
«Δεν είναι το ίδιο. Θα θέλω να σ’ αγκαλιάσω και θα την πληρώνει το μαξιλάρι. Τέλος πάντων, είναι δική σου απόφαση» είπε ο Μάνος και σώπασε.
Η Σοφία τον κοίταξε. Είχε βουρκώσει. «Θέλω να είμαι δίπλα σου..Το θέλω πολύ. Όμως πρέπει να κοιτάξω και τι θα κάνω στη ζωή μου. Το ΑΠΘ έχει καλύτερη φήμη από το Καποδιστριακό»
«Επειδή έτσι σου είπαν δύο φίλες σου; Όλα τα Πανεπιστήμια το ίδιο είναι, όλοι άνεργοι θα βγούμε»
«Άσε με να το σκεφτώ, οκ;»
«Όσο θες..Συγγνώμη αν σε πίεσα, αλλά δε θέλω να σου κρύβω πράγματα» είπε ο Μάνος και της χάιδεψε το μάγουλο.
«Δε με πίεσες.. Το σκέφτομαι κι εγώ πολύ καιρό τώρα. Αν είμαστε από απόσταση ποιος θα με γαργαλάει τις πιο ακατάλληλες ώρες;»
«Χμμ, για να σκεφτώ.» είπε ο Μάνος και την πλησίασε αργά. «Μήπως το γαργαλομυρμήγκι;» άρχισε να τη γαργαλάει παντού πέφτοντας πάνω της.
«Μη…μη..» άρχισε να γελάει η Σοφία, μην μπορώντας ν’ αναπνεύσει. Ο Μάνος σταμάτησε το γαργαλητό και την αγκάλιασε σφιχτά. Θα του έλλειπε τόσο αυτή η αίσθηση, το άρωμά της, το κεφάλι της στον ώμο του. Έκλεισε τα μάτια του κι αφέθηκε στη στιγμή. Ποιος ξέρει για πόσο ακόμα θα μπορούσε να την έχει κοντά του;
Οι Πανελλήνιες ήρθαν και πέρασαν. Ο Μάνος ήξερε πως είχε γράψει καλά, όσο χρειαζόταν για να περάσει στη σχολή που ήθελε στην Αθήνα. Το επιβεβαίωσαν κι οι βαθμολογίες, που για τόσο καιρό περίμεναν οι μαθητές. Είχε πάρει το ποδήλατό του κι από το πρωί είχε φτάσει στο σχολείο. Η Σοφία άφαντη κι ας είχαν δώσει ραντεβού από την προηγούμενη μέρα. Πέρασαν δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, μισή ώρα. Αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο. Κλειστό. Άρχισε ν’ ανησυχεί. Γύρω του, παιδιά τσίριζαν από χαρά ή έβριζαν από νεύρα. Οι βαθμολογίες ήταν αναρτημένες στον πίνακα του σχολείου όμως γινόταν τόσο μεγάλος χαμός που δε θα μπορούσε να δει της Σοφίας. Κι αν δεν είχε γράψει καλά; Κι αν δεν περνούσε πουθενά; Αποκλείεται. Ήταν η Σοφία κι ήταν το πιο έξυπνο κορίτσι που γνώριζε. Όχι πως ήταν κοπέλα του. Καλά, έπαιζε κι αυτό ρόλο. Αλλά αντικειμενικά ήταν η πιο…Το τηλέφωνο χτύπησε και το χαμόγελό της φώτισε την οθόνη. Επιτέλους!
«Μάντεψε!» ακούστηκε η φωνή της Σοφίας.
«Καλέ Σοφάκι πιο σιγά, σ’ ακούω. Πού είσαι;»
«Έβγαλα 18.467!»
«Το ‘ξερα! Μπράβο αγάπη μου, είμαι πολύ περήφανος για σένα»
«Πώς πήγες εσύ; Συγγνώμη που δεν ήρθα, έχουν αρχίσει από το πρωί τα τηλέφωνα από το συγγενολόι και δε μ’ αφήνουν να ηρεμήσω»
«16.834. Περνάω Αθήνα. Μπορείς να βρεθούμε πιο μετά;» είπε ανυπόμονα ο Μάνος.
«Ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνες. Ναι ναι, περίμενέ με στο παρκάκι σε μισή ώρα. Σου έχω και μια έκπληξη!» είπε την τελευταία πρόταση τραγουδιστά και του έκλεισε το τηλέφωνο. Κλασική Σοφία. Πάντα να κάνει εντυπωσιακή έξοδο. Ένας από τους πολλούς λόγους που την είχε ερωτευτεί.
Έφτασαν μαζί στο παρκάκι, λες κι ήταν συννενοημένοι. Αμέσως έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η Σοφία τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε στο παγκάκι τους.
«Κοντεύει να ξεθωριάσει, στο ξανά είπα» ψιθύρισε και του έδειξε τα αρχικά τους.
«Μπορούμε να τα χαράξουμε πάλι»
«Αυτό θα κάνουμε. Εσύ αυτή τη φορά» είπε κι έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη της.
«Πάντα έτοιμη για όλα» γέλασε ο Μάνος κι έπιασε το σουγιά. Άρχισε να τον περνάει πάνω από τα γράμματα προσεκτικά. Έφτανε στο «L.F.E» όταν άκουσε τη Σοφία να του λέει σιγανά στο αυτί.
«Τώρα γράψε Αθήνα από κάτω»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως θα ‘χουμε όλο το χρόνο μπροστά μας για ν’ αποδείξουμε αυτό το for ever δίπλα στο love» είπε και του χαμογέλασε πονηρά.
«Θα δηλώσεις Αθήνα;» ρώτησε ξέπνοα ο Μάνος, μην μπορώντας να το πιστέψει.
«Τώρα που ξέρω πως περνάω σίγουρα, ναι. Δε σ’ αφήνω έτσι εύκολα. Ούτε εγώ μπορώ μακριά σου» είπε και τον φίλησε ντροπαλά.
Δε χρειάστηκαν άλλα λόγια. Η απόφαση είχε παρθεί. Μήνες αγωνίας είχαν φτάσει στο τέλος τους. Η ιστορία τους είχε μόλις αλλάξει κεφάλαιο. Κεφάλαιο με τίτλο «Αθήνα».
Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Κωνσταντουδάκη: Ιωάννα Κακούρη
Ήταν η ιστορία του Μάνου για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!