Μια ιστορία τελειωμένη, πληγωμένη, που όλο και πιο πολύ βούλιαζε και κατέρρεε τη Ρίτα. Κατέβαλλε άπειρες φορές υπερπροσπάθεια να σηκωθεί απ’ όσα την ταλαιπωρούσαν για χρόνια μ’ εκείνον. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί νόμιζε πως εκείνος είναι το τέλος της, πως μ’ εκείνη την πρώτη της σχέση, θα έκλεινε κι η ζωή της ολοκληρωτικά. Μ’ εκείνον θα γεράσει, έλεγε, όσο κι αν υπέφερε. Μάταια όμως.

Μια φοιτήτρια που είχε μοιράσει τον εαυτό της, ανάμεσα στα προβλήματα που είχε μαζί του και στο μόνιμο άγχος της σχολής της. Έπρεπε βλέπεις, να μην απογοητεύσει κανέναν, αλλά κυρίως τον ίδιο της τον εαυτό. Μια θηλυκή αλλά απρόσιτη φυσιογνωμία που πάντα δίσταζες να την πλησιάσεις. Όσο θαρραλέος κι αν ήσουν, εκείνη πάντα σε σταματούσε νοερά. Ενεργή στα κοινά, με αρκετές παρέες γύρω της.

Εκτός απ’ τις παρέες της ωστόσο, είχε και την καλύτερη της φίλη πάντα στο πλάι της, να προσπαθεί να τη συνεφέρει απ’ τα λασπωμένα νερά που είχε πέσει μ’ αυτήν την τυραννική σχέση. Είχε πραγματικά κουραστεί να τη βλέπει ένα με το πάτωμα, κάθε τόσο για χάρη του. Ό,τι κι αν της έλεγε όμως, πήγαινε στο κενό. Την αγαπούσε τόσο βαθιά που δεν άντεχε άλλο να μαυρίζει η ψυχούλα της. Υπέφερε κι εκείνη κάθε λεπτό μαζί της.

Το ίδιο καλοκαίρι που όλες οι προσπάθειες για ‘κείνον ήταν μάταιες, ένας άνδρας τόλμησε να την πλησιάσει. Φοβισμένη όσο ποτέ ξανά η Ρίτα, τόλμησε να ενθουσιαστεί και να πετάξει αυτόν το βραχνά που χρόνια έπνιγε το λαιμό της. Ήταν τόσο περίεργο συναίσθημα να εκπέμπει παγωνιά κι εκείνος να την κερδίσει.

Τα ροζ συννεφάκια κατέκλυζαν κάθε της κουβέντα, επιτέλους! Ούτε εκείνη πίστευε ότι θα σχεδίαζε να πάει να τον βρει μετά την ατελείωτη εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Μετά απ’ αμέτρητο καιρό, ένιωθε καλά. Μαζί με τη Ρίτα, πετούσε κι η κολλητή της από χαρά, όσο την έβλεπε να φωτίζει από έρωτα. Όπου βρισκόταν, σε παρέες, εστίες, για τη χαρά της Ριτούλας έλεγε. Ήξεραν πια φίλοι και γνωστοί για τα πελάγη ευτυχίας που βρισκόταν το φιλαράκι της.

Το έμαθε κι ο Ρούλης. Ο Ρούλης, ένας σημαντικός άνθρωπος για τη Ρίτα, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της. Φίλος και συμφοιτητής, συμπορευτής στην παράταξη και συνομήλικός της. Παραδόξως όμως, δεν είχαν ποτέ σχέσεις κολλητών, με διαφορετικές παρέες ξενυχτούσαν κι οι δυο τους. Μ’ άλλους έκαναν εργασίες, μ’ άλλους έβλεπαν ταινίες, μ’ άλλους ανέλυαν τις ζωές τους. Δεν είχαν ποτέ τηλεφωνήσει ο ένας στον άλλον όταν είχαν κάποιο προβληματισμό ούτε και στις χαρές τους, εδώ που τα λέμε.

Όμως, ο Ρούλης ήταν ο μοναδικός της φίλος που τόλμησε να πει στον πρώην που την πλήγωσε, πως αν την ξαναστεναχωρήσει , θα έχει να κάνει μαζί του. Απίστευτο να περιμένει χρόνια υποστήριξη από κάποιον κι εν τέλει να την υπερασπίζεται ο Ρούλης που όλους ήξερε μόνο να τους κράζει. Ίσως γι’ αυτό ξαφνιάστηκε.

Όχι πως ήταν κακό παιδί, όλοι τον αγαπούσαν γιατί τον ήξεραν. Η ψυχή της παρέας, το κέντρο του γέλιου, ο αρχηγός της παράταξης, όλα εκείνος. Πόσο χαρούμενη ήταν κι υπερήφανη που ο Ρούλης ήξερε ότι προχώρησε τη ζωή της. Σίγουρα κι εκείνος ήταν υπερήφανος, το ‘ξερε η Ρίτα.

Εκείνο το βράδυ που ο Ρούλης έμαθε για την αλλαγή στη ζωή της Ρίτας, ήταν όλοι στο στέκι τους κι έπιναν το ποτό τους όπως συνήθιζαν. Μετά από αρκετή ώρα κουβέντας, η Ρίτα με την κολλητή της κι ένα φίλο, θέλησαν να επιστρέψουν και να τσιμπήσουν κάτι. Φεύγοντας λοιπόν, η φωνή του Ρούλη, τις σταμάτησε. Περίεργο αυτό, γιατί θα συνέχιζε με τους υπόλοιπους σ’ άλλο μαγαζί, είχε πει. Συν τοις άλλοις ήταν και δημοφιλές party animal.

Τελικά ήθελε να μείνει λίγο στης Ρίτας γιατί στο δικό του σπίτι φιλοξενούσε έναν φίλο που είχε τα κλειδιά του κι ήθελε να μείνει λίγο παραπάνω έξω. Τρώγοντας λοιπόν κι οι τέσσερις, πέρασε ο φίλος του Ρούλη κι επέστρεψε τα κλειδιά. Τελείωσαν το φαγητό και λίγο υπνωτισμένοι, ξεκίνησαν να κατηφορίζουν προς το σπίτι. Φτάνοντας στου Ρούλη την εξώπορτα, η Ρίτα περίμενε να σταματήσει για να πουν καληνύχτα, αφού ποτέ δεν τη γύριζε σπίτι. Γενικότερα την αντιμετώπιζε σαν αγόρι, οπότε ήταν πολύ περίεργο για ‘κείνον να μη σταματήσει και να συνεχίσει στο δικό της. Μη φανταστείς, ήταν μια απόσταση 100 μέτρων περίπου. Πίστεψε το Ριτάκι πως ξαφνικά έγινε ευγενής και τη συνοδεύει ως το σπίτι.

Έφτασαν σπίτι κι εκείνος ακόμα εκεί, δεν έφευγε. Μάλλον παρέα θέλει, σκέφτηκε η Ρίτα κι ανέβηκαν. Έκατσαν στον καναπέ, έβαλαν μουσικούλα κι εκείνος άρχισε να ζητάει αγκαλιές. Θα έχει πιει, σκέφτηκε εκείνη. Πριν προλάβει να τ’ ολοκληρώσει, τη φίλησε.

Τρελαμένη και σοκαρισμένη, άρχισε να τον σπρώχνει και να του μιλάει πολύ χύμα, όπως συνήθιζαν εξάλλου μεταξύ τους. Εκείνος ανέγγιχτος, της είπε απλά «Τι κάνουμε; Φιλιόμαστε». Σαστισμένη, προσπαθούσε να τον διώξει απ’ τα χείλη της, αλλά εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει. Ωστόσο, ήταν και σε σχέση τότε ο Ρούλης. Για καλή της τύχη, χτύπησε το τηλέφωνό του, τα μάζεψε κι έφυγε. Τον αγαπούσε ναι, αλλά όχι κι έτσι.

Οι μέρες περνούσαν, τα μαθήματα έτρεχαν και μια μέρα συμφώνησαν να διαβάσουν μαζί. Επίφοβη αυτή η απόφαση έπειτα από εκείνο το συμβάν. Η αλήθεια είναι πως η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη, τον κοιτούσε η Ρίτα συνεχώς γεμάτη απορία κι ανάγκη για εξηγήσεις, αλλά εννοείται κανείς δεν τόλμησε να βγάλει λέξη. Εξάλλου, σε λίγες μέρες θα πήγαινε να βρει το νέο της έρωτα.

Έφτασε η στιγμή που τόσο ανυπομονούσε να έρθει, ο έρωτάς της στην πόλη της. Όλα τώρα έπρεπε να πάνε κατ’ ευχήν. Έτσι νόμιζε όμως, γιατί τίποτα δεν πήγε όπως περίμενε και ζώντας σε μια μόνιμη κατάσταση πανικού, μετά από δυο μήνες περίπου, όλα έφτασαν στο τέλος. Εν τω μεταξύ ο Ρούλης δε σταμάτησε ποτέ να κάνει μεταμεσονύκτιες εμφανίσεις, τον απέφυγε μια-δυο εκείνη, μέχρι που μετά είχε λίγη πλάκα όλο αυτό, ομολογουμένως. Χρειαζόταν και λίγη αυτοπεποίθηση, κάτι να γελάει κι ο Ρούλης το έκανε με μαεστρία αυτό.

Λίγο πριν τις απόκριες, βρέθηκαν σπίτι του αυτήν τη φορά κι έγινε το αναπάντεχο, ή αλλιώς, το φυσικό επακόλουθο. Έγιναν ένα. Όχι βέβαια λόγω κάποιου ερωτικού συναισθήματος, ένα κρύο σεξ τ’ ονόμασε η Ρίτα, κάτι σαν ένεση αυτοπεποίθησης γιατί είχε προηγηθεί ο πρώην σε ερωτική σκηνή μπροστά στα μάτια της.

Μέχρι που οι συναντήσεις όλο και πύκνωναν κι εκείνη βρέθηκε ερωτευμένη, να δένεται με τις στιγμές τους που όμως έμεναν ατελείς, γιατί πάντα έφευγε, ποτέ δεν έμεναν μαζί τα βράδια. Μ’ εκείνη πάντα άνετος και σε κοινές παρέες ούτε λέξη. Ο Ιούνιος βρίσκει τη Ρίτα με μια άλλη σχέση που όμως δεν την εμπόδισε στις μεταμεσονύκτιες συνομιλίες με το Ρούλη. Βρέθηκαν ξανά, κι εκείνος της ανακοίνωσε πως μπαίνει φαντάρος. Αυτό ήταν.

Διαπιστώθηκε όμως πως δεν ήταν μόνο η Ρίτα η παρηγοριά του. Ήταν κι άλλες οι οποίες κοιμήθηκαν στο κρεβάτι που εκείνη έπρεπε πάντα ν’ αφήνει μετά το σεξ πανικόβλητη και μάλιστα με τις πιο χαζές δικαιολογίες. Όταν μαθεύτηκαν  όλα αυτά, έξι μέρες πριν την αναχώρηση του Ρούλη, αποφάσισε να προσποιηθεί πως δεν υπάρχει πια στη ζωή της. Ένιωθε αδικημένη και προσβεβλημένη.

Εκείνο το βράδυ χαιρετήθηκαν τυπικά, χωρίς δάκρυα, χωρίς αγκαλιές, όσο κι αν παρακαλούσε να μείνει μες στα χέρια του για πάντα. Αποφάσισε να πάει να τον βρει μετά από μέρες, δε θα τον άφηνε έτσι, δεν μπορούσε. Ταξίδεψε, τηλεφώνησε, και ζούσε τρεις μέρες απογοήτευσης με αναπάντητες κλήσεις. Αποφασισμένη, μες στο τρένο πια, λαμβάνει μήνυμά του. Παλεύοντας με το χρόνο, έτρεξε να τον βρει στον αγώνα που έπαιζε. Μόνο 5 λεπτά της χάρισε, εκεί καθισμένος στις κερκίδες δίπλα της. Χωρίστηκαν. Απαρηγόρητη πλέον, ψιθύριζε πως εκείνος έφυγε για το στρατό. Της γράφει πότε-πότε, είτε γιατί του ‘λειψε εκείνη είτε το κορμί της. Αλλά δε δίστασε, έγινε ξανά 20 χρονών και του έδινε ό,τι πρόστυχο ζητούσε τηλεφωνικά.

Βρέθηκαν ξανά πίσω στην πόλη τους, αδυνατισμένος εκείνος, κάτι που τη μαράζωνε τη Ρίτα. Η μυρωδιά του, βότκα φράουλα όπως πάντα, άλλος ένας λόγος να φτάσουν ξανά στο κρεβάτι. Μετά; Τα ίδια, πάλι να φεύγει μετά και πάλι την επομένη ούτε λέξη μπροστά σ’ άλλους. Έφυγε ξανά, πέρασε καιρός κι επέστρεψε. Ξανά η ίδια ιστορία, το ίδιο τηλεφώνημα. Μόνο που εκείνο το βράδυ, εκείνος αποκοιμήθηκε πριν το καταλάβει. Η Ρίτα, έμεινε να χαμογελάει πολλές ώρες, γεμάτη έρωτα, να κρέμεται απ’ την ανάσα του και τη μυρωδιά του, σαν έφηβη. Ντύθηκε, τον σκέπασε κι έφυγε.

Ήταν πνιγμένη, αδικημένη. Ήθελε να έχει ό,τι είχε κάποτε μαζί του γιατί κάθε μέρα στερείται την παρουσία του απ’ την καθημερινότητά της. Δεν την πειράζει που πεθαίνει για ‘κείνον, αρκεί να γυρίσει πίσω αυτή η οικειότητα, το πείραγμα, οι φωτογραφίες τους, τ’ αστεία τους, τα μεθύσια τους. Ήταν 6 χρόνια, τα φοιτητικά τους, τα στρατιωτικά του. Της λείπει. Η ετυμολογία του, η φωνή του, ο αριθμός του τηλεφώνου του.

Ως τότε σίγουρα θα ψάχνει τρόπους να βρει θάρρος να ξεδιπλώσει την ψυχή της μπροστά στον κυνισμό του κι ας μην την ακούσει, όπως συνηθίζει. Άλλη μια ελπίδα θα της ανοίγει το δρόμο να πάει να τον ξαναβρεί, άλλο ένα όνειρο πως ίσως για ένα βράδυ ξενυχτήσουν ενωμένα τα κορμιά τους, για μια σχέση που ίσως και να ήταν σαν παραμύθι που θα ‘χε μόνο αρχή. Μια αρχή που δε θα γνωρίσει το τέλος. Τόλμα Ρίτα!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

 

Ήταν η ιστορία της Ρίτας για τη στήλη Your Stories Realoaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα