«Καλημέρα! Μετακόμισα πρόσφατα, εδώ απέναντι, κι ενδιαφέρομαι να νοικιάσω το γκαράζ σας, γιατί μάλλον θα ‘χω πρόβλημα στο πάρκινγκ απ’ ό,τι φαίνεται!» είπε ο Γιάννης.
Αρκεί μια στιγμή. Σε μια στιγμή μπορεί να αλλάξουν όλα, να αποκτήσει νόημα η ζωή, να σε κεραυνοβολήσει ο έρωτας. Η στιγμή αυτή ήρθε για τη Δέσποινα εκείνη τη μέρα που αντίκρισε τα γαλάζια, διαπεραστικά μάτια του Γιάννη. Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό κάποιου Σεπτέμβρη.
Κι επειδή κάθε έρωτας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ξεκινάει με κάτι γραφτό, γραφτό ήταν να συναντηθούν το ίδιο βράδυ σε μια παράσταση στο κέντρο της πόλης, όπου ζούσαν. Αντάλλαξαν βλέμματα, εκείνα τα πρώτα αναγνωριστικά βλέμματα, που είναι η αρχή των πάντων. Ήταν ξεκάθαρο ότι απ’ τα μάτια πιάστηκε κι ήταν θέμα χρόνου στα χείλη να κατέβει.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν με τη Δέσποινα να μην μπορεί να τον βγάλει απ’ το μυαλό της και να περιμένει απ’ το μπαλκόνι της ένα πλάνο του, καθώς αυτός θα έμπαινε στο γκαράζ. Ο χρόνος κυλούσε αργά και βασανιστικά για ‘κείνη, που είχε χτίσει στο μυαλό της την ιστορία τους πριν καν ακόμη αυτή αρχίσει. Ο σπόρος έμοιαζε να ‘ναι δυνατός κι η έκρηξη της άνθισης παραμόνευε.
Όπως συμβαίνει με κάθε ηφαίστειο, έτσι έγινε και με το ηφαίστειο της Δέσποινας. Έγινε η έκρηξη. Κάποια στιγμή μαθεύτηκαν όλα όσα μόνη της δούλευε στη φαντασία της. Το ενδιαφέρον της για το Γιάννη έφτασε στα αυτιά του, χαρίζοντάς του ενθουσιασμό κι ικανοποίηση. Η μαγεία του αμοιβαίου άρχισε να ρίχνει τη χρυσόσκονή της.
Έκτοτε δεν άργησε να δημιουργηθεί μια σταθερή επικοινωνία μεταξύ τους. Εκείνος είχε πια στα χέρια του όλα τα στοιχεία που ήθελε για να τη διεκδικήσει. Εκείνη, όμως, έμενε απόμακρη και διστακτική, όπως συχνά συμβαίνει σ’ αυτούς που είναι άπειροι στον έρωτα.
Δυο χρόνια πέρασαν σε στυλ ερωτικό-φιλικό. Στην επιμονή του Γιάννη να γίνουν κανονικό ζευγάρι, η Δέσποινα απαντούσε με ανασφάλεια και δισταγμό. Καθημερινές συνομιλίες, αποκάλυψη μυστικών και μια στενή σχέση, που μυρίζει ερωτική έλξη, αλλά ντύνεται -από φόβο μάλλον- τη μυρωδιά της φιλίας. Μέχρι που εκείνη αποφάσισε να κάνει το τολμηρό άλμα και να βγει στην αρένα του έρωτα. Πήρε βαθιά ανάσα κι ήταν έτοιμη να το ζήσει, όπως του άρμοζε. Σαν έρωτα.
Το παραμύθι άρχισε! Αυτό που εκείνη ζούσε εμμονικά στη φαντασία της κάθε βράδυ, ήταν πια η πραγματικότητα, που επιτέλους βίωνε. Ηταν πλέον μέσα στην αγκαλιά του, κι αυτή της ήταν τόσο οικεία σαν να βρισκόταν εκεί από πάντα. Μπορεί όλο αυτό να μην είχε την ταμπέλα της σχέσης αρχικά και να την απέκτησε αργότερα, ωστόσο μικρή σημασία έχει αυτό για ‘κείνον που κουρνιάζει δίπλα σ’ αυτόν που επιθυμεί. Η δική του επιμονή κι η δικιά της υπομονή βρέθηκαν επιτέλους στο κατάλληλο σημείο βρασμού κι οι συνθήκες ήταν πια έτοιμες για να μαγειρέψουν τις νοστιμιές της ερωτικής τους επαφής.
Παραμύθι χωρίς κακό λύκο, μισό παραμύθι. Κι ο Γιάννης ανέλαβε αυτόν τον ρόλο. Παρά τα όμορφα λόγια του, τις γλυκές υποσχέσεις του και την ιπποτική συμπεριφορά του απέναντι στη Δέσποινα, της ζήτησε ξαφνικά να διακόψουν. Τίποτα δεν προμήνυε αυτήν την εξέλιξη. Κι ακόμη κι αν υπήρχαν σημάδια, η Δέσποινα αρνιόταν να τα δει και να χάσει μια θέση δίπλα στο Γιάννη. Ο λόγος του χωρισμού αποκαλύφθηκε κι ήταν μια άλλη κοπέλα.
Ο χωρισμός δεν κράτησε πολύ, παρά μόνο μια βδομάδα. Ο Γιάννης γύρισε βαθιά μετανιωμένος κι εκείνη τον δέχτηκε. Όταν έχεις πάρει μόνο μια τζούρα απ’ το όνειρο, συγχωρείς μάλλον ευκολότερα για να μη χάσεις ολόκληρο το τσιγάρο της ευτυχίας. Η Δέσποινα, λοιπόν, ήταν ορκισμένη να δει τη συνέχεια. Και θα την έβλεπε μόνο μαζί του.
Δυστυχώς, όμως, τα πισωγυρίσματα δε σταμάτησαν εδώ. Μια άλλη κοπέλα εμφανίστηκε αυτήν τη φορά. Ο Γιάννης έφευγε και ξαναερχόταν. Η Δέσποινα πάλευε να κρατήσει το «μαζί» τους και τον δεχόταν πίσω κάθε φορά, παρά το θυμό και την απογοήτευσή της. Στη δική της ανημπόρια να φύγει απ’ αυτό που την πληγώνει, ο Γιάννης επέστρεφε με πιο ισχυρές προδοσίες.
Όμως, κάποια στιγμή ήρθε η ρήξη κι αυτή τη φορά ήταν μεγάλη. Παρά το γεγονός ότι η μεταξύ τους σχέση είχε αποκατασταθεί, η Δέσποινα μαθαίνει από μια φίλη της ότι εκείνος συνεχίζει να βγαίνει με την ίδια κοπέλα. Η προδοσία, συστηματική εκ μέρους του, έκανε τη Δέσποινα να τραπεί σε φυγή. Παρά τον πόνο της. Παρά την αγάπη της. Οι ελπίδες της είχαν χαθεί. Η ίδια είχε κουραστεί να προσπαθεί για δύο. Εξάλλου δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν γίνει τρεις σ’ αυτή τη σχέση.
Έναν χρόνο έμειναν χωριστά. Έναν ολόκληρο χρόνο, που δεν ήταν αρκετός να ξεχαστεί το μισό που έζησαν. Η Δέσποινα τον παρακολουθούσε απ’ το μπαλκόνι της, ήλπιζε σ’ ένα θαύμα, δε δεχόταν το γεγονός, ότι η ιστορία τους τελείωσε έτσι άδοξα. Δεν μπορεί να ήταν ψέματα αυτά που άκουσε, ούτε οι στιγμές που μοιράστηκαν μαζί. Αν επρόκειτο για ηθοποιό, ο Γιάννης είχε στο τσεπάκι του το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.
Μέχρι που ένα βράδυ μάζεψε το λιγοστό κουράγιο που της απέμενε και του έστειλε ένα μήνυμα. Μια κατάθεση ψυχής. Σ’ αυτό το μήνυμα τα είπε όλα. Περιέγραψε τα συναισθήματά της, τον πόνο που ο ίδιος της είχε προκαλέσει, την επαναλαμβανόμενη απόρριψη που την τάιζε. Κυρίως, όμως, του εξομολογήθηκε την ανάγκη της να τα πάρουν όλα απ’ την αρχή, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα, σαν να γνωρίζονται τώρα για πρώτη φορά. «Με λένε Δέσποινα. Σ’ έχω προσέξει εδώ και καιρό!» του έγραψε, κλείνοντας το μήνυμα που άνοιγε την πόρτα μιας νέας εκκίνησης.
Ο Γιάννης απάντησε στο μήνυμά της μ’ ένα απολογητικό τηλεφώνημα. Της εξήγησε ότι με την κοπέλα με την οποία βγαίνει τον κρατάει η συνήθεια και μόνο, κι ότι δεν έχει αισθήματα για ‘κείνη. Άρχισαν να χτίζουν μια νέα επικοινωνία, η οποία όμως ήταν ασθενική, καθώς η Δέσποινα έδινε τις τελικές της εξετάσεις και το πρόγραμμά της ήταν βαρύ.
Αυτός ήταν κι ο λόγος του οριστικού χωρισμού. Τουλάχιστον αυτόν προφασίστηκε ο Γιάννης. Κάποιες μέρες αργότερα συναντήθηκαν. Γιατί πήγε η Δέσποινα στη συνάντηση αυτή; Ο πόνος κρύβει πάντα την ίδια παγίδα: να εθιστείς σ’ αυτόν. Η τελευταία τους συνάντηση κράτησε δέκα λεπτά. Ένα κύκνειο άσμα του έρωτά τους αυτό το δεκάλεπτο!
Ο Γιάννης τις επόμενες μέρες επέστρεψε στην κοπέλα του και συνέχισε εκείνη τη μισοτελειωμένη ιστορία τους. Μπλόκαρε τη Δέσποινα απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκτελώντας τις διαταγές του θηλυκού που τον συντρόφευε κι άφησε τη Δέσποινα έξω απ’ τη ζωή του. Γύρισε στη σταθερά του κι έσβησε τη μεταβλητή Δέσποινα. Μόνο που μάλλον δεν κατάλαβε ποτέ ότι η Δέσποινα ήταν η πιο σταθερή του μεταβλητή.
Η Δέσποινα, δύο μήνες μετά, εξακολουθεί να τον ψάχνει με τα μάτια της απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού της. Θυμάται ολ’ αυτά, που εκείνος ξέχασε ή που δεν ένιωσε ποτέ. Ίσως και να μη μάθει ποτέ τι απ’ τα δυο ισχύει. Ίσως και να ήξερε την αλήθεια απ’ την αρχή. Τότε που το ένστικτό της την καθυστερούσε να ενδώσει στον έρωτά του.
Ξαναγεννά μέσα στο μυαλό της τα λόγια του, τις υποσχέσεις του, την αγάπη που της κατέθετε σε κάθε βραδινή αυτοκινητάδα τους. Τα αναπολεί όλα ένα-ένα. Δε θυμάται, όμως, πράξεις. Δε θυμάται το Γιάννη να είναι εκεί όταν τον είχε ανάγκη. Δε θυμάται να μην την έχει προδώσει με την πρώτη ευκαιρία.
Η Δέσποινα προχώρησε μπροστά, αλλά κρυφοκοιτάζει πίσω. Θα ήθελε να μην είχε κουραστεί, να μην είχε αναγκαστεί να συγχωρήσει τα ασυγχώρητα, να μην είχε μόνο για θύμισες λόγια του αέρα. Γιατί αυτό ήταν ο Γιάννης, αέρας. Κανείς δεν ξέρει αν θα γραφτεί επόμενη πράξη γι΄αυτόν τον έρωτα. Κανείς δεν ξέρει αν έχει μπει τελεία ή αν πρόκειται μόνο για αποσιωπητικά.
To be-continued- or not to be? Ιδού η απορία!
Επιμέλεια κειμένου Βάσιας Δερμεντζοπούλου: Νάννου Αναστασία.