Αυτή η ιστορία ανήκει στη Μαρίζα.

Είχε πάει για πεντηκοστή ογδόη φορά να φάει στο ίδιο μαγαζί.

Οι δικές της μαγειρικές ανησυχίες ξεκινούσαν στο να βράσει ένα αυγό, και τελείωναν στο να το καθαρίσει. Εκτός αυτού, το μαγειρείο ήταν φτηνό και έφτιαχνε εξαιρετικά τα μπρόκολα αλά κρεμ με σάλτσα μαδέρας που τόσο της αρέσανε. Ήταν και ο σερβιτόρος που την κοιτούσε και της άρεσε. Γιώργο τον λέγανε, και τις τελευταίες φόρες που είχε πάει στο μαγειρείο είχε αρχίσει να την κοιτάει ερωτικά.

Την είχε πλησιάσει εκείνος πρώτος, και από όσο είχε καταλάβει, τη γούσταρε γιατί είχαν αρχίσει τα παιχνίδια. Τάβλι, ξερή, πεντόβολα, αλλά και τα γνωστά πειράγματα και γέλια που πλέκουν το ερωτικό γαϊτανάκι. 
Η Μαρίζα όχι μόνο το απολάμβανε αλλά πλέον το αποζητούσε αυτό τους το παιχνίδι. Ένιωθε πολύ ερωτευμένη.

Τόσο πολύ, που χεσμένο τον είχε πια τον Αγησίλαο, τον μεγάλο της έρωτα από τα παιδικά της χρόνια.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, και μετά από ένα βράδυ που είχαν βγει, ο Γιώργος κατέληξε σπίτι της. Βάλανε μια ταινία να χαζοπαίζει στο background και εκεί που η Μαρίζα περίμενε πώς και πώς να πάει το θέμα στην Παπαρήγα την καλή, ο Γιώργος την πλησίασε, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της πέταξε τη βόμβα:

«Σου ‘χω πει ότι είμαι αρραβωνιασμένος, έτσι;»
«Μπα, δεν αναφέρθηκε.»
«Σε πειράζει;»
«Ε μα δεν είναι σωστό. Θα έχω τύψεις αν κάνουμε κάτι.» Κι εκεί ο Γιώργος την φίλησε.

Ίσως επειδή ήθελε να κάνει το επιστημονικό πείραμα και να δει αν θα έχει όντως τύψεις η Μαρίζα. 
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι,» συνέχισε η Μαρίζα μόλις διέκοψαν το φιλί, «τελικά δεν έχω καθόλου».

Έτσι εκείνο το βράδυ μπλέξανε τα σεντόνια της κουβάρι και τα κορμιά τους κάναν ποίηση, που ό,τι και να σας πω είναι λίγο, για αυτό θα κάνω fade-out κι εγώ σαν να βλέπετε Χόλιγουντ. Και με αυτό το λιτό μοντάζ ξεκίνησε η αμαρτωλή τους σχέση.

Όσο περνούσε ο καιρός, η Μαρίζα είχε αποφασίσει ότι ήθελε να τον κλέψει από την αρραβωνιάρα του. Είχανε κάνει δυο φόρες σεξ, και αν και η πρώτη της άρεσε, η δεύτερη ήταν σκέτη αποτυχία γιατί ο Γιώργος την ξεπέταξε γρήγορα ώστε να πάει να δει τον Ολυμπιακό με κάτι φίλους του. Το ίδιο βράδυ, η Μαρίζα του είπε ότι αν ήθελε να συνεχίσουν να είναι μαζί, θα έπρεπε κατά πρώτης να ξεκαθαρίσει την θέση του, και κατά δεύτερον να μην την ξεπετάει στο μπαμ γιατί και εκείνη γυναίκα είναι και ανάγκες έχει.

Ο Γιώργος την κοίταξε θλιμμένα, και της απάντησε ότι αν και του αρέσει η παρέα της, δεν μπορούν να συνεχίσουν ερωτικά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και χάθηκε μέσα στο απόβραδο, μέσα στη μπόρα, τον καπνό και τη νυχτιά.

Το ίδιο βράδυ, η Μαρίζα τού έγραψε ένα γράμμα στο οποίο του είπε όσα κρατούσε μέσα της. Ότι τον αγαπούσε, ότι τον ήθελε και ότι αν αποφασίσει να χωρίσει την αρραβωνιάρα του που ήταν μαζί τέσσερα χρόνια, εκείνη σαν πίστη Πηνελόπη θα τον περίμενε. Έστειλε το γράμμα στα γενέθλιά του και περίμενε.

Συνέχισε να πηγαίνει στο μαγειρείο –εκείνα τα μπρόκολα ήταν τρομερά νόστιμα και δεν θα τα έχανε για κανένα Γιώργο– και αν και τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη επαφή, εκτός από μια φορά που της είπε να πάνε μαζί για κούρεμα και κάπου ανάμεσα στο μαγειρείο και στο κομμωτήριο τη φίλησε. Σας λέω είναι πολύ κινηματογραφικό.

Ένα δίμηνο μετά το το γράμμα, η Μαρίζα ξέσπασε και απαίτησε από τον Γιώργο να της πει τι σήμαιναν όλα αυτά.
«Πιο μετά, δεν έχω χρόνο τώρα, έσκασαν σαράντα Σουηδοί και πρέπει να τους ταΐσω.»
«Όχι, τώρα να μου πεις!» λέει αυτή παρμένη.
«Ε τώρα δεν μπορώ!»

Ήταν η σειρά της Μαρίζας να φύγει και να χαθεί μέσα στο απόβραδο (τον καπνό και τη νυχτιά).

Περάσαν άλλοι δυο μήνες, και τελικά ο Γιώργος της έστειλε ένα μήνυμα ότι ήθελε να μιλήσουν. Η Μαρίζα, αν και πληγωμένη, τον ήθελε ακόμα και έτσι δεν του αρνήθηκε. Ο Γιώργος τής είπε ότι χώρισε τελικά από την αρραβωνιάρα του, της είπε ότι του έλειπε και ότι πέρναγε πάρα πολύ όμορφα τον καιρό που ήταν μαζί της. Εκείνη η βδομάδα που είχαν περάσει σε σχέση ήταν η πιο όμορφη της ζωής του.

Η Μαρίζα έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Αναρωτήθηκε τι να κάνει. Γιατί να περιμένει ο Γιώργος τέσσερις μήνες από το γράμμα για να της μιλήσει; Μήπως είχε συνειδητοποιηθεί τι ήθελε και τελικά θα μπορούσαν να είναι μαζί; Μήπως από την άλλη ήθελε απλώς να παίξει; Μήπως τώρα ήταν που σταμάτησε να ταΐζει Σουηδούς; Κι άραγε μπορούσε να τον εμπιστευθεί; Δεν ήταν σίγουρη. 

Έτσι, αποφάσισε να στείλει ένα γραμμα στο pillowfights, ώστε να μπορέσει μέσα από τα μάτια κάποιου τρίτου να το ξαναζήσει και να αποφασίσει τι θα κάνει και πώς να φέρθει, ελπίζοντας να μην κάνουν τέσσερις μήνες κι από εδώ να της απαντήσουν. Ίσως κιόλας να ήθελε να ζητήσει συμβουλή κι επειδή όμως ήταν πολλές οι θύμησες και βαρύς ο πόνος, αντί να την στείλει στη Σουσού, που ανοίγει τις φτερούγες της και απαντάει σε όλους τους κατατρεγμένους της ζωής (καλή κλώσα κι αυτή), μπέρδεψε τις στήλες και την έστειλε στα yourstories reloaded, και κατέληξε στα χέρια του Μαρκησίου.

Για να μην την κακοκαρδίσει ο Μέγας Δάσκαλος, θα της απαντήσει σύντομα και περιεκτικά:

Βρες άλλο γκόμενο που να ξέρει τι θέλει, και μάθε να μαγειρεύεις σπίτι σου, ανοικοκύρευτη.

 

Ήταν η ιστορία της Μαρίζας για τη στήλη Yourstories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ.

Συντάκτης: Μαρκήσιος Παπαχώστας