Γράφει η Χρύσα Κωνσταντίνου.
Τώρα κατάλαβα γιατί μου έσπαγε τα νεύρα και διατάραζε την ηρεμία μου ο καπνός από το τσιγάρο σου. Και εσύ καπνός είσαι. Πρέπει πρώτα να πάρει φωτιά η κάφτρα για να εμφανιστείς.
Σκοτεινός, γκριζωπός, βλαβερός και απρόβλεπτος. Δεν μπορούσα να μαντέψω την κατεύθυνση που θα πάρεις, την φορά, και τους σχηματισμούς που θα κάνεις. Από ποια χαραμάδα ή από ποιο μισάνοιχτο παράθυρο θα ξεφύγεις. Αυτό ήσουν καπνός. Βλαβερός και απαραίτητος.
Γούσταρα να σε βλέπω να τριγυρνάς στο δωμάτιο και ας μην μπορούσα να αναπνεύσω. Δεν άφηνα ποτέ ανοιχτή την πόρτα, δεν ήθελα να φύγει η μυρωδιά σου ούτε από ένα μόριο του αέρα σε αυτό το δωμάτιο.
Αλλά ο καπνός δεν ξέρεις ποτέ, από πού θα διαφύγει. Και χωρίς φωτιά δεν υπάρχει καπνός. Έπρεπε διαρκώς να καίω για σένα, μέρα νύχτα, να προσέχω μη σβήσω. Ήμουν η φωτιά σου.
Αφού ήξερες ότι θα μείνεις μόνο για ένα τσιγάρο, γιατί με άφησες να λατρέψω αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα; Γιατί όσο πλησίαζες στην γόπα δε με ειδοποίησες ότι θα φύγεις;
Γιατί δεν μου είπες ότι δεν έχεις άλλο φωτιά, και πέταξες βιαστικά το τσιγάρο σου και έφυγες; Έτσι κάνει και ο καπνός. Εξαφανίζεται, γεννιέται σε άλλες φωτιές, φωτιές που σβήνουν και αυτές γρήγορα. Τέτοιος άνθρωπος είσαι. Δεν δίνεις εξηγήσεις. Δεν πιάνεσαι.
Τον καπνό δεν μπορείς να τον πιάσεις, ούτε να τον αγγίξεις, ούτε να τον φυλακίσεις. Πάει όπου θέλει αυτός. Κάνει ότι θέλει αυτός και δεν λογαριάζει τίποτα. Αν θέλει σε πνίγει, αν θέλει σε ζαλίζει, αν θέλει σε ευχαριστεί. Έτσι και εσύ. Μπορούσες να κάνεις ότι ήθελες. Έμπαινες στα πνευμόνια μου, και έκανες βόλτες μέσα στο αίμα μου.
Αυτό γούσταρα όμως, να μην έχω τον απόλυτο έλεγχο για το τι μου συμβαίνει. Αυτό με εξίταρε, με ενθουσίαζε , με παρέσερνε μαζί του. Αυτό λάτρευα, και λαχταρούσα, τις τζούρες, τον καπνό και την φωτιά σου.
Έμπαινες μέσα στο μυαλό μου σε κάθε εισπνοή. Φώλιαζες μέσα εκεί, και μετά ήθελες να περιπλανηθείς και στην καρδιά μου, μήπως βρεις την φωτιά που ψάχνεις, και γίνει το δικό σου μυστικό καταφύγιο.
Το άρωμά σου ήταν βαρύ και είχε εμποτίσει όλες μου τις αισθήσεις. Ένιωθα μέσα μου και τριγύρω μου να με περικλείεις, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παραδοθώ. Να αφεθώ στον καπνό σου, να τον χαϊδεύω με τα δάχτυλά μου, να κάνω στροφές, να χορεύω μαζί του, να πλανεύομαι.
Ήσουν αόρατος, αμφιβόλου ποιότητας καπνός, δεν ξέρω αν ήσουν φθηνός ή ακριβός, και με πόση νικοτίνη γέμιζες τα πνευμόνια μου. Όταν έπρεπε να σε κόψω, βαριανάσαινα ακόμη πιο πολύ.
Δεν ήξερα ποτέ τι έχεις περάσει στην ζωή σου, τι σε καίει και μέσα στην παράξενη ηρεμία σου τίναζες πάντα νευρικά την στάχτη από το τσιγάρο σου. Έτσι μόνο μπορούσα να σε καταλάβω, από τον τρόπο που φυσάς τον καπνό. Όταν ο καπνός σου, σχημάτιζε νότες μπροστά στους καθρέφτες, όταν έκανε βόλτες ανάμεσα στο φώς που έμπαινε από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα, τότε έβλεπα είσαι χαρούμενος.
Όταν ο καπνός σου ήταν αχνός και δεν ήταν ζωηρός, τότε καταλάβαινα ότι πλησίαζε η ώρα να φύγεις.
Δεν ήσουν ένας έρωτας καπνός όμως. Ήσουν έρωτας που έπαιζε ανάμεσα στα όρια της λογικής και της παράνοιάς μου. Σε ένιωθα παντού, υπήρχες σε κάθε μου κύτταρο.