Γράφει η Κωνσταντίνα.
Ήθελα μόνο να σου πω να περάσω για μια βόλτα. Από αυτές τις σύντομες που κάναμε στις αρχές μας, και που σχεδόν έχω ξεχάσει. Να περάσω μια βόλτα να σε χαζεύω που δουλεύεις, να ξαπλώσω στον ίδιο καναπέ ανάποδα, να χαϊδεύουν οι πατούσες μου τη μέση σου, να σκύβω να σου δίνω ένα φιλί πού και πού.
Ήθελα μόνο να σου πω να περάσω για μια βόλτα. Να κάνω στάση απ’ το περίπτερο, να φέρω σοκολάτες, να σκεπαστούμε με την ίδια κουβέρτα, να δούμε τηλεπαιχνίδι σε επανάληψη τα ξημερώματα, να μου χουφτώνεις το μπούτι, να σου πλησιάζω το λαιμό.
Να πιάσουμε κουβέντες περί σύμπαντος, περί ανεξήγητου, να βάλουμε μουσική, να βγάλουμε τα ρούχα μας. Να ανέβω επάνω σου, δήθεν να σε ξαφνιάσω, να κρέμονται τα χέρια σου ν’ ακουμπάν τους καναπέδες. Να σκύψω στο λοβό, να στον δαγκώσω ελαφρά, να κατηφορίσει η γλώσσα μου στο λακκάκι σου.
Και καθ’ όσο ο ιδρώτας θα κολλάει σε κάθε λογής υφάσματα, να τα ξεφορτωνόμασταν με κινήσεις άλλοτε βίαιες κι άλλοτε αργές, καθ’όλα λυτρωτικές. Μα όλη η σκηνή αξίζει να παιχτεί ξανά και ξανά, χιλιάδες φορές, σε μια επανάληψη επίμονη, για την πρώτη πρώτη στιγμή που το παγωμένο δέρμα των δακτύλων σου σηκώνει δήθεν διστακτικά την μπλούζα μου και χώνεται μέσα στο σουτιέν μου.
Ήθελα μόνο μια βόλτα, από αυτές που μας θυμίζουν ότι ζούμε εκτός απ’ το να επιβιώνουμε. Που η ύπαρξη του ενός γίνεται σκοπός της ύπαρξης του άλλου κι ας ξέρουμε κι οι δύο πόσο βαθιά εγκληματική είναι μια τέτοια εξάρτηση. Πόση κενότητα θα φέρει όταν η βόλτα θα τελειώσει, είτε απόψε, είτε σε δέκα χρόνια.
Μια βόλτα για να ‘χω να θυμάμαι και να νοσταλγώ τις ώρες που θα λείπω, τις ώρες που θα λείπεις και που θα επιβάλλεται να υπάρχει κάτι για να δρα αναλγητικά. Κάτι για να γίνεται εικόνα όταν θα παίζει το ραδιόφωνο, κάτι για να γεμίζουν τ’ αφηρημένα ημίωρα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, κάτι για να μη μ’ αφήσει να ξεχάσω όταν σιγά σιγά θ’ αρχίσει να ξεφτίζει η εικόνα σου και θα προσπαθώ με υπερδυνάμεις να κρατήσω ατόφιo έστω ένα καρέ.
Ένα καρέ από σένα και μια βόλτα. Νυχτερινή με το αμάξι, κατεβασμένα τα παράθυρα και γύρω τόση ησυχία που σχεδόν θα ορκίζομαι ότι μπορώ να συγχρονίσω την ανάσα μου με τη δική σου – κι ας μη μιλάμε, λέξη μην πεις.
Αλλά δε στο ‘πα.
Σηκώθηκα απ’ τον καναπέ, έπιασα τα μαλλιά ένα κότσο πρόχειρο και με τη φόρμα ξεκίνησα ξημερώματα να περπατάω μόνη σε μια Αθήνα που μου φάνηκε τόσο αδιάφορη, εκτός απ’ τα σημεία που οδηγούσαν στο στενό σου, αλλά σαν σε ναρκοπέδιο, δεν τόλμησα να στρίψω.
Δε στο ‘πα και με βρήκε το πρωί να φτύνω ένα είδωλο σ’ έναν καθρέφτη που με δείχνει όλο και πιο γερασμένη, όλο και πιο κουρασμένη. Σιχάθηκα και το είδωλο και τον καθρέφτη και εμάς που επιτρέψαμε σε τόσες προσδοκίες να γίνουν σκόνη κι υποχρέωση.
Κυρίως όμως δε στο ‘πα, γιατί οι βόλτες οι πουτάνες δεν μπορούν ποτέ να γίνουν ζωή, καθημερινότητα, υπόσχεση για τ’ αύριο.
Και όσες υποσχέσεις δώσαμε, τις έχουμε ήδη κάψει.