Γράφει η Ταρσή.
Τέτοια περίοδος ήταν, σαν πέρυσι. Αναρωτιέμαι πώς κυλάει έτσι ο καιρός. «Έρχομαι για λίγες μέρες», μου είπες πριν φύγεις για σεζόν στο νησί. Θυμάμαι την ανυπομονησία μου να σε δω, τη διάθεσή μου που έμοιαζε με παιδιού, την επιθυμία μου να είναι όλα έτοιμα για την άφιξή σου και τις ώρες να κυλάνε αργά. Ο ερχομός σου ήταν Άνοιξη στην ψυχή μου. Καταλάβαινα πώς είναι να γεμίζει το σπίτι και η ζωή σου φως, χρώματα και μυρωδιές λουλουδιών. Να είναι όλα αλλιώς, γιατί εμείς ήμασταν αλλιώς. Νομίζω τελικά πως ο έρωτας έχει το χρώμα της Άνοιξης. Πως είναι η εποχή του. Ακόμη και οι αγκαλιές είναι διαφορετικές. Φρέσκες σαν το νέο που φυτρώνει από τη γη και μοσχοβολάει.
Τρεις μέρες έμεινες και ήταν από τις τελευταίες πιο όμορφες μέρες της σχέσης μας. Ξέρεις πόσες φορές έχω γυρίσει τη μνήμη μου σε εκείνες τις μέρες; Θυμάμαι στον καναπέ μου ξαπλωμένοι και οι δυο να σε ρωτάω αν μ’ αγαπάς και αν ξανάρθεις και να μου λες γελώντας πως «Nαι. Θα έρθω, για πάντα». Γελούσες και φωτιζότανε το πρόσωπό σου. Τα μάτια σου έλαμπαν. Και μαζί γελούσαμε πολύ. Ή όχι; Ήμουν τόσο ερωτευμένη που δεν έβλεπα τα σημάδια; Μου έδωσες σημάδια; Τίποτα δε μου έδωσες. Μόνο ελπίδες. Ξέρεις, από εκείνες που γίνονται όνειρα και μετράς τις μέρες να τα πραγματοποιήσεις.
Έτσι και εμείς, τρεις μέρες κάναμε όνειρα. Για το όμορφο μαγαζί που είχαμε δει και σκεφτόμασταν να το κάνουμε δικό μας, για το καινούριο κρεβάτι που θα αγοράζαμε και για το τελευταίο καλοκαίρι σεζόν που θα ήμασταν χώρια. Ήξερα πλέον πως η μοναξιά μου σε ένα άδειο σπίτι είχε ημερομηνία λήξης. Φροντίσαμε και το γεμίσαμε όμως με τα ρούχα σου και τα πράγματά σου, με τις αναμνήσεις μας σε κάθε δωμάτιο μέχρι να έρθεις οριστικά. Γράφω στον υπολογιστή μου και ακόμη σηκώνω το κεφάλι μου να σε χαζέψω απέναντι στο τραπέζι να μου κλείνεις το μάτι.
Ξέρω πως ό,τι είναι όμορφο τελειώνει γρήγορα. Έτσι και εκείνες οι τρεις μέρες. Όταν έφυγες ήταν ξημερώματα, έπρεπε να προλάβεις το πλοίο. Το φιλί μας δεν είχε τη γλύκα του αποχωρισμού κάθε φορά μας. Και τα μάτια μας ήταν χαμηλωμένα. Θα έπρεπε να είχα καταλάβει. Όμως ποιος ερωτευμένος καταλαβαίνει τι του γίνεται; Και εγώ ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί σου. Το τέλος ήρθε χωρίς να το καταλάβω. Χωρίς να με προειδοποιήσεις, αν και ξέρεις ακόμη και σήμερα ένα χρόνο μετά, ακόμη υπάρχουν φορές που γελάω γιατί κανένα τέλος δεν ξεστόμισες. Επέλεξες να εξαφανιστείς δίνοντας μια γελοία δικαιολογία. Μέχρι και σήμερα -ίσως και για πάντα- θα με στοιχειώνει ένα τέλος που δεν ήρθε ποτέ. Έτσι άραγε τελειώνουν οι σχέσεις; Έτσι χωρίζουν οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν;
Όχι, αν με ρωτάς δεν έχω καμία αμφιβολία πως με αγάπησες πολύ. Αυτό σου το αναγνωρίζω. Έπαψα όμως να σου αναγνωρίζω ελαφρυντικά για τη φυγή σου. Μάλλον ποια φυγή; Ακόμη και κείνη την Άνοιξη που είχα αγαπήσει κατάφερες να την κάνεις τη χειρότερη εποχή της ζωής μου. Και ένα χρόνο μετά, στην επέτειο της φυγής σου, πέρασα τη μέρα χωρίς εσένα και δε μου πέρασες στιγμή από το μυαλό. Αρνούμαι πλέον να σε κρατήσω ακόμη και σαν σκέψη. Τις σκέψεις μας τις χαρίζουμε σ’ αυτούς που τις αξίζουν και εσύ αποδείχθηκες πολύ λίγος για τις δικές μου.
Αναρωτιέμαι όμως -και ίσως κάποτε να είναι η μόνη απάντηση που μου οφείλεις- γιατί ορκιζόσουν πως δε θα μ’ αφήσεις ποτέ; Εσύ έλεγες πως θα μπορούσες να γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα για να κρατήσεις μια υπόσχεση. Το κατάφερες, έφερες στον δικό μου κόσμο τα πάνω – κάτω και τον έκανες κομμάτια. Τουλάχιστον, κατάφερα και κράτησα την Άνοιξη στη ζωή μου.