Γράφει η Κωνσταντίνα Στρατηγοπούλου
Σας διαβάζω συχνά που προσπαθείτε να βρείτε ορισμό στον έρωτα.
Τι τον γεννά, τι τον καταστρέφει, πώς εκδηλώνεται, ποια τα συμπτώματα, η αγωγή, η θεραπεία.
Λίγο από αλκόολ, πολύ από τσιγάρο, κανάς τόνος Μπουκόφσκι, Ελύτη, Δημουλά, ένα αχανές απροσδιόριστο πράγμα, μεταξύ αυτού που έχουμε διαβάσει, έχουμε παρακολουθήσει κι έχουμε φανταστεί.
Στα του έρωτα, δεν ξέρω αν είμαι η πλέον αρμόδια να καταθέσω άποψη.
Έτσι κι αλλιώς απ’τους ευαίσθητους θα θεωρηθεί ονειρική και απ’τους ρεαλιστές, νοσηρή.
Κι εγώ που τείνω στο ρεαλισμό, ή που έτσι τουλάχιστον διατείνομαι πως πάω, στο νοσηρή θα κούμπωνα καλύτερα.
Έλα σου όμως, που όταν το ζεις από μέσα, το αισθητήριο υπολειτουργεί.
Λίγο μετά θα εμφανιστούν οι αυτοδικαιολογίες, ε, και πολύ θέλει ο άνθρωπος; Ξεχνάει το νοσηρό του πράγματος, πέφτει με τα μπούνια στο ονειρικό και μην τον είδατε.
Θα σας πω λοιπόν, τη μικρή νοσηρή μου ιστορία.
Σήμερα συμπληρώνω ένα χρόνο και τρεις μέρες, από όταν μπήκα σε αυτό το διαμέρισμα της Πατησίων και δε βγήκα έκτοτε παρα μόνο καμιά δεκαριά φορές για να πάω σούπερ μάρκετ. Συγκομιδή, πέντε κιλά και συνεχίζω.
Ο Αντρέας δουλεύει απ’το σπίτι. Φυσικός, ιδιαίτερα.
Έρχονται οι μαθητές, κλείνονται στο σαλόνι το απόγευμα κάποιες ώρες, ξαναφεύγουν.
Τους διώχνει συνήθως παρα δέκα και έρχεται στην κρεβατοκάμαρα στα λεπτά που απομένουν, μέχρι να ‘ρθει ο επόμενος, να μου δώσει ένα μεγάλο φιλί, να με πάρει μια αγκαλιά, να μου τσιμπήσει το μπούτι.
Εγώ συνήθως εκείνη την ώρα σκιτσάρω. Δουλεύω επίσης απ’το σπίτι.
Ένας χρόνος και όλοι κι όλοι έχουν έρθει στο σπίτι, εκτός των μαθητών, τρεις φίλοι.
Από τρεις φορές ο καθένας. Ένα κρασί, ένα ματς, μια γιουροβίζιον.
Δεν τα πάμε καλά με την πολυκοσμία.
Εκείνος το πρωί ξυπνάει απ’τις εννιά. Εγώ ποτέ πριν τη μία.
Καφέ δε μου ‘χει φτιάξει εκτός από μια φορά που είχα σπάσει ένα ποτήρι δίπλα στο κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ, δεν είχα μαζέψει τα γυαλιά και φοβήθηκε μην τα πατήσω. Τελικά τα πάτησα. Κι αυτή ήταν μία από τις λιγοστές φορές που βγήκαμε από το σπίτι, για να πάμε στα επείγοντα.
Στο σπίτι, δεν κάνουμε πολλά διαφορετικά πράγματα από αυτά που ίσως κάνουν άλλοι.
Η μόνη μας διαφορά, είναι ότι τα κάνουμε συνέχεια. Δε σταματάμε ποτέ.
Κι αυτό από μόνο του, είναι λίγο παθολογικό.
To σεξ εχει τη μορφή μιας ημερήσιας ιεροτελεστίας που δε σταματάει λεπτό να λαμβάνει μέρος.
Τα ρούχα βρίσκονται διαρκώς διπλωμένα στα συρτάρια, αν τυχόν και έρθει κανάς άνθρωπος να τα φορέσουμε ή μήπως και προκύψει κανένα εξωτερικό ραντεβού, του ενός.
Μαζί θα πάμε και τότε, αυτό εννοείται.
Όχι γιατί «πρέπει», όχι γιατί θα γκρινιάξει ο ένας απ’τους δύο αν δε γίνει έτσι, αλλά γιατί θέλουμε.
Γιατί ο ένας ειναι το αυτοκολλητάκι του άλλου. Διαβάζεται γελοίο, ακούγεται χαριτωμένο όμως.
Και τις φορές που είναι αδύνατον να είμαστε μαζί, πριν φύγει απ’το σπίτι τον μυρίζω διεξοδικά, για να θυμάμαι ακριβώς τις μυρωδιές του. Όταν επιστρέφει, μου ζητάει εκείνος να τον ελέγξω.
Δεν φτάνουμε συχνά εκτός ορίων, ούτε πληγώνει εσκεμμένα ο ένας τον άλλον.
Δεν έχει τύχει να μπεκροπίνουμε με φίλους για να τους πούμε τον πόνο μας.
Αν έχουμε κάποιο πρόβλημα θα το πούμε αναμεταξύ μας.
Δεν έχουμε αλληλοεξαφανιστεί για μέρες, ώστε να αναγκάσουμε τον άλλο να μας ψάξει.
Θα μπορούσε κάποιος να πει οτι δεν αγαπιόμαστε, οτι δεν είναι έρωτας αυτό το πράγμα.
Προς Θεού, τι νομίζω πως βιώνω;
Πώς γίνεται να ζεις έναν έρωτα χωρίς να υποφέρεις καθημερινά, χωρίς να εκδικείσαι, χωρίς να εγκαταλείπεσαι, θα πουν οι ρομαντικόλάγνοι.
Και πώς γίνεται να ζεις έναν έρωτα, χωρίς ανεξαρτησία, προσωπικό χωροχρόνο, ατομικές δραστηριότητες, θα ‘ρθουν να συμπληρώσουν οι λογικοί κυνικοί.
Kάπου πιο πέρα είναι οι νοσηροί.
Εκείνοι που έχουν αποδεχτεί ότι ο έρωτας, δεν είναι ένα συναίσθημα γαλήνιο και αλτρουιστικό. Ούτε ιδιαιτέρως γενναιόδωρο.
Έχει κτητικότητα κι απαιτεί αποκλειστικότητα. Έχει κι εξάρτηση κι ανάγκη κι αδυναμία.
Άτρωτος κι ερωτευμένος; Δε γίνεται καλέ μου. Ντύσου μπάτμαν καλύτερα.