Γράφει η Μαριάνθη.

Λέω πως μιλάμε για διάφορα και πως μου εσύ εξηγείς πώς χτίστηκε το χωριό και πόσοι είναι οι μόνιμοί του κάτοικοι. Λέω πως σου χαμογελάω στις σιωπές μας κι εσύ γυρνάς το βλέμμα σου σαν να ψάχνεις το χαμόγελό μου. Σαν να ξέρεις πως θα το βρεις με το που με κοιτάξεις.

Λέω πως μου κρατάς το χέρι και πως γελάς όταν χάνω τον προσανατολισμό μου. Κοιτάζω τον ήλιο κι αναρωτιέμαι αν σε τυφλώνει κι εσένα. Ήρθαμε στο βουνό για να γλυτώσουμε απ’ αυτόν κι αυτός μας τρέχει από πίσω. Ο αέρας μου σηκώνει το φόρεμα κι εγώ λέω πως είσαι δίπλα μου, με κοροϊδεύεις και γελάς.

Σου λέω πως λατρεύω να γράφω σε τέτοια μέρη κι εσύ μ’ ακούς με προσοχή. Με ρωτάς γιατί και πώς και περιμένεις με ανυπομονησία την απάντησή μου, δε ρωτάς μόνο και μόνο για να δείξεις πως τάχα ενδιαφέρεσαι για όσα σου λέω.

Περπατάμε δυο ολόκληρες ώρες κι ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, σούρουπο. Σου λέω πως αυτή η ώρα είναι η αγαπημένη μου κι εσύ με παίρνεις αγκαλιά, γιατί λες πως αν με κρατάς κοντά σου θα νιώσεις κι εσύ τον ενθουσιασμό μου για την ώρα αυτή κι έτσι θα αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι. Με ρωτάς αν κουράστηκα κι εγώ για απάντηση στην ερώτησή σου κάθομαι στο πρώτο σκαλάκι που βρίσκω μπροστά μου και ξαπλώνω προς τα πίσω. Γελάς και μου λες να περιμένω. Σε ένα λεπτό εμφανίζεσαι μπροστά μου με δυο παγωτά χωνάκι στα χέρια.

Σε βλέπω που είσαι αδέξιος κι θα είμαι σίγουρη πως θα σου πέσουν. Τρέχω και σου παίρνω το ένα, δίνοντάς σου ένα πεταχτό φιλί, ένα φιλί που αφήνει γεύση κεράσι στα χείλη. Μου λες πως πέρασε η ώρα και πως πρέπει να γυρίσουμε πριν πέσει τελείως το σκοτάδι, να προλάβουμε να φάμε βραδινό. «Σε θέλω» ξεστομίζω και μου δίνεις το πρώτο μας βαθύ φιλί. Μου λες πως πια δε νοιάζεσαι αν θα προλάβουμε το φαγητό και πως θέλεις μόνο να βρεθούμε στο ίδιο μαξιλάρι.

Κανείς μας δε μιλάει στην επιστροφή. Μα δεν υπάρχεις. Εγώ σε δημιούργησα. Πήγε αργά η ώρα κι εγώ κάθομαι στο σκαλάκι μόνη. Λατρεύω να είμαι μόνη, πάντα μου άρεσε. Ο αέρας φυσάει δυνατά και μου παίρνει το φόρεμα κι εγώ το κατεβάζω γρήγορα. Το παγωτό κεράσι που κρατάω έλιωσε στο χέρι μου και το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται.

«Σε θέλω» σου ψιθυρίζω κι ας μην είσαι εδώ. Είναι κι αυτό το περίεργο που, ενώ δε με πειράζει να είμαι μόνη, θα ήθελα τόσο πολύ να ήσουνα κι εσύ εδώ μαζί μου. Είσαι τόσα μίλια μακριά μου κι άλλα τόσα απ’ τη φανταστική μου πραγματικότητα. Δεν πιστεύω πως υπάρχει κάπου το άλλο μας μισό, μα αν το πίστευα εσύ θα ήσουν το δικό μου.

Δεν υπάρχεις. Ούτε δίπλα μου, ούτε απέναντί μου, ούτε καν σαν κλήση ή μήνυμα στο κινητό μου. Όμως ξέρω πως όποτε τύχει και βρεθούμε, κοιταζόμαστε με τον ίδιο τρόπο κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε δεν ξέρω τι είναι.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη