Γράφει η Έλενα.
Θα μπορούσα να σου γράφω από κάπου ανά τον κόσμο. Ναι, η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να ‘μαι οπουδήποτε. Το σύμπαν, όμως, είχε κέφια και 11 μήνες μετά με παρκάρει στην ίδια χώρα, στην ίδια πόλη και στο ίδιο ξενοδοχείο με πέρυσι (true story -no joke). Σύμπτωση, θα σκεφτεί κανείς. Τραγική ειρωνεία το λέω εγώ.
Πέρυσι; Τι πέρυσι; Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, σκέφτομαι, και την ίδια στιγμή πόσο βασανιστικά κι αργά. Όχι ότι ξέχασα πότε, αλλά ούτε κι ότι περνάει μέρα που να μη σε σκεφτώ. Σήμερα, όμως, με χτύπησε τόσο έντονα που πέρασαν όλα ξανά σαν ταινία από μπροστά μου. Σαν να ξύπνησα και να βρέθηκα να πρωταγωνιστώ στη μέρα της Μαρμότας. Σαν ν’ ακολούθησα κι εγώ τον λαγό κι έπεσα στην τρύπα, σαν μια άλλη Αλίκη.
«Λοιπόν. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε εμείς οι δύο!» Οι τελευταίες σου λέξεις εκείνο το ξημέρωμα λίγο πριν κλείσεις το τηλέφωνο. Ακόμα νιώθω να με διαπερνά ρεύμα όποτε έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια σου. Δε μου άφησες κανένα περιθώριο. Δεν πρόλαβα. Δεν μπόρεσα. Δε βοηθούσαν, βλέπεις, κι οι λυγμοί που προσπαθούσα να πνίξω. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο ν’ ανασάνω. Ακόμα ακούω αυτόν τον αυστηρό τόνο της φωνής σου στο κεφάλι μου.
Έτσι όπως ξεκινήσαμε, έτσι και τελειώσαμε. Ξαφνικά. Μέσα μου εκείνη τη μέρα προστέθηκε ένα ακόμα «γιατί», να κάνει παρέα μαζί με όλα τ’ αναπάντητα. Ξέρω ότι δε θα πάρω ποτέ απάντηση, οπότε το αφήνω κι αυτό να χαθεί μέσα στις σκέψεις μου.
«Άσε τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Θα περάσει» μου είπαν. Πόσο αστείο και πόσο εξοργιστικό ταυτόχρονα! Τι είσαι για να περάσεις έτσι απλά; Πώς να δώσω να καταλάβουν άνθρωποι που δε σ’ έζησαν ότι ήσουν τα όνειρα που κάναμε μαζί; Ήσουν στιγμές, ήσουν το χέρι που κρατούσα σφιχτά κι η αγκαλιά που μ’ έκρυβε μέσα της. Η αρχή και το τέλος της μέρας μου. Οι ψίθυροι. Ο άνθρωπός μου. Ο προορισμός που μετρούσα αντίστροφα τις μέρες για να ‘ρθω να σε δω. Το σπίτι που φτιάχναμε μαζί και που πλέον μοιάζει φυλακή. Όλα αυτά που δεν ξεχνιούνται όσο και να τα πολεμάς με την ψυχρή λογική.
Δεν ξέρω τι ήμουν για ‘σένα πια. Σε ‘χανα μέρα με τη μέρα. Σε ‘ψαχνα και μέσα μου η αγωνία βάραγε κόκκινους συναγερμούς ότι φεύγεις. Σου φώναζα ότι είμαι εδώ. «Κοίτα με! Άκου με. Πού πας; Κουνάω τα χέρια μου ψηλά στον αέρα να με δεις.» Μέχρι που χάθηκες τελείως κι έμεινα πίσω να κοιτάω τον ορίζοντα της απουσίας σου σε ασπρόμαυρο φόντο. Έφυγες και μου άφησες για συντροφιά βαριές κουβέντες και κατηγορίες για πράγματα που δεν έκανα. Τι κι αν μάταια προσπάθησα να σου δείξω την αλήθεια; Την απόφαση την είχαν δρομολογήσει ήδη ο θυμός κι η οργή σου.
Δε βγάζουν άκρη αυτά που γράφω, θα μου πεις τώρα, το ξέρω. Έβλεπες τα δάκρυά μου και μου έλεγες να μην κλαίω. Γιατί να τα κατανοήσεις τώρα; Παράπονο; Ίσως. Άνευ σημασίας, θα προσθέσεις.
Μέσα μου είναι όλα στοιβαγμένα και στριμωγμένα και την ίδια στιγμή το τίποτα. Κενό… Έτσι το βιώνω εγώ, τουλάχιστον. Δεν ξέρω. Μιλάμε καθημερινά με το κενό μου κι αυτό αντί να μικραίνει, όλο και μεγαλώνει. Δε φεύγει. Έρχεται όλο και πιο κοντά κι επιμένει να με παίρνει αγκαλιά κάθε βράδυ. Δε με ζεσταίνει. Δε με ηρεμεί. Με φοβίζει. Έλα να το διώξεις.
Δεν τα γράφω όλα αυτά για να με νιώσεις, ούτε για να με καταλάβεις. Δε θα τα διαβάσεις ποτέ, άλλωστε. Μία χαζή, επιπόλαιη κι ερωτευμένη γυναίκα είμαι που ένα χρόνο μετά ξέρασε την ψυχή της και τα συναισθήματα της πάνω από ένα πληκτρολόγιο. Μια γυναίκα που σ’ αγάπησε σε ανυπόφορο για ‘σένα βαθμό. Μια γυναίκα που είχε ανάγκη και ζητούσε το βλέμμα και την προσοχή σου. Ζητούσε κι είχε ανάγκη εσένα.
Βρέθηκες να ‘σαι προτεραιότητα χωρίς να το καταλάβω. Έγινες η δύναμη ν’ αντέχω την καθημερινότητά μου. Κι ήταν όμορφο να νιώθω ότι ανήκω κι εγώ κάπου, μετά από πολλά χρόνια. Περίμενα πώς και πώς ν’ ανοίξω το κινητό μου και να δω το όνομά σου να φωτίζει την οθόνη μου. Αν έβλεπες το χαμόγελό μου, θα καταλάβαινες τι εννοώ. Σαν μικρό παιδί χαιρόμουν, που το πήγαιναν βόλτα και του έπαιρναν παγωτό και μπαλόνι! Μ’ ένα σου και μόνο μήνυμα. Έτσι ένιωθα όταν έδινες το παρόν. Πού είσαι τώρα;
Γαμώτο, όλο ξεχνιέμαι και νομίζω ότι θα βρω μήνυμά σου. Άραγε, ν’ αναρωτήθηκες πώς είμαι και τι κάνω όλο αυτό το διάστημα; Τι λέω; Δεν ξεφεύγεις ποτέ απ’ τα υπογραμμισμένα σου και πλέον δε μου χαρίζεις ούτε δευτερόλεπτο του χρόνου σου. Πόσο θαυμάζω τη δύναμή σου, να ‘ξερες. Θα ‘θελα να ‘χα λίγη κι εγώ. Πάντα πίστευες ότι ήμουν δυνατή. Αυτό μου έλεγες. «Για ‘σένα θα ‘ναι πολύ πιο εύκολο.» Ούτε αυτό δεν είδες;
Πέρασε η ώρα και πρέπει να μαζέψω τις σκόρπιες σκέψεις, να τις βάλω στη βαλίτσα και να φύγω. Μη σε μπερδεύει το ρήμα «φεύγω». Όσες φορές κι αν έκανα τον γύρο του κόσμου, δεν κατάφερα να φύγω από ‘σένα κι από εμάς. Ποιος ξέφυγε, άλλωστε, από αυτό που κουβαλάει μέσα του για να ξεφύγω εγώ; Στην τελική, είναι ό,τι μου έχει απομείνει. Ό,τι φυλάω από ‘σένα.
Κι αν αναρωτιέσαι, αν ακόμα ταξιδεύει μαζί μου το μικρό αυτό μοβ μπασταρδάκι, που μου είχες κάνει δώρο, σου λέω πως ναι. Είναι πάντα μαζί μου. Σε κάθε ταξίδι. Σε κάθε προορισμό. Ήταν, είναι και θα ‘ναι η συντροφιά μου. Όπως για πάντα θα είναι χαραγμένη με μελάνι κι όμορφα σχέδια πάνω μου η δική σου κατάθεση ψυχής. Του δικού μας ταξιδιού. Έστω και μικρής διάρκειας. Με αρχή, μέση και τ… Όχι. Δεν μπορώ.
Μια τελευταία, γρήγορη, ματιά στον καθρέφτη. Χαμόγελο. Flight AE 0103 You Are Cleared For Take Off.
Απογείωση…
ΥΓ: Ακόμα πιστεύεις ότι είμαι καλά μακριά σου;