Ακουγόταν μόνο ο ήχος από τα κύματα που αγκάλιαζαν την άμμο. Ένα ποτό στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο. Τα μάτια μου καρφωμένα στα χείλη σου, απλά περίμενα να ανοίξουν, για να ακούσω μια σου λέξη. Ένα παιδί που είχε την ανάγκη να τη δεις σαν γυναίκα, να σταθεί δίπλα σου και να σε ακούσει. Να ακούσω οτιδήποτε είχες την ανάγκη να μοιραστείς, μόνο και μόνο για να σε έχω πιο κοντά μου. Μόνο που τελικά δεν ήμουν έτοιμη να ακούσω αυτά που ήθελες να πεις. Ήταν όμως πλέον αργά.
Είχες ήδη καρφώσει τα μάτια σου στα δικά μου και μου μιλούσες. Οι λέξεις ακούγονταν από τα χείλη σου, αλλά έβγαιναν από την καρδιά σου. Μου μίλησες για έναν άλλο κόσμο, γεμάτο έντονα συναισθήματα, γεμάτο έντονες και γεμάτες στιγμές. Μου μιλούσες για μαγεία, για το πόσο τυχερός ένιωθες που έζησες κάτι σαν αυτό, που ένιωσες κάτι σαν αυτό. Το μόνο που μπορούσες να δεις εκείνη τη στιγμή ήταν κάποιον απέναντί σου που σε παρακολουθούσε να μιλάς και σε άκουγε. Αν όμως μπορούσες να δεις τις παλάμες μου, ίσως να καταλάβαινες πώς ένιωθα, πώς αντηχούσαν στα αυτιά μου οι λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη σου, τι επιρροή είχαν πάνω μου. Είχες μάθει απλά να με κοιτάς και όχι να με βλέπεις. Και να σκεφτείς ότι εσύ ήσουν εκείνος που μου είπες να μάθω να βλέπω κι όχι απλά να κοιτάω. Ίσως τελικά να μην ήθελα να μάθω να βλέπω για σένα.
Όσο και αν πόνεσα εκείνο το βράδυ ακούγοντας εσένα να μιλάς με αυτόν τον τρόπο για εκείνη, να νιώθεις κάθε σου λέξη, να βλέπω το στίγμα της πάνω σου και τα μάτια σου να μιλάνε, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ένταση στις λέξεις, ζήλεψα και την ίδια στιγμή σε δικαιολόγησα. Σε ζήλεψα, σε είπα τυχερό που ένιωσες και έζησες κάτι τέτοιο, και σε κατάλαβα. Όλο αυτό όχι μόνο δε με σταμάτησε από το να νιώθω για σένα όπως ένιωθα, αλλά με έφερε ακόμα πιο κοντά σου. Όλοι αξίζουν να ζήσουν κάτι μοναδικό, κάτι μαγικό, κάτι ξεχωριστό όπως αυτό που μου περιέγραφες, και κατάφερες να με κάνεις να καταλάβω και να νιώσω πως κι εγώ ίσως θα μπορούσα να έχω την ευκαιρία να ζήσω κάτι μαγικό, πως όλα είναι δυνατά να συμβούν, αρκεί να το θες.
Σκεφτόμουν εκείνη τη γυναίκα τη θεωρούσα πολύ τυχερή, και ζήλεψα τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να σε κάνει να νιώσεις για εκείνη και τον τρόπο που σε χάραξε. Γιατί αυτό έκανε, σε στιγμάτισε. Σκεφτόμουν το πόσο πολύ θα ήθελα να είμαι εγώ στη θέση της, να μπορώ να βλέπω στο πρόσωπό σου αυτή την καμπύλη των χειλιών σου, αυτή την ένταση και την έκφραση των ματιών σου, να τα βλέπω να μιλούν και να ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό.
Να ήξερες πόσες φορές εύχομαι να μπορούσες να με βλέπεις, να με βλέπεις σαν γυναίκα και όχι σαν παιδί. Δεν κατάφερα ποτέ να με δω μέσα από τα μάτια σου, δεν μπόρεσα ποτέ να διακρίνω τον τρόπο που με κοιτούσες. Υπήρχαν φορές που τα μάτια σου με τα χείλη σου μιλούσαν τόσο μα τόσο διαφορετικά, κι αυτό με μπέρδευε. Δεν ήξερα ποιο να ακούσω. Έφτασα πολλές φορές στο σημείο να πω ότι θέλω να σταματήσω να σε βλέπω, να μάθω να σε κοιτάω, να μη με αγγίζουν τα μάτια σου, να μη με αγγίζουν οι λέξεις σου, να μάθω να μη νιώθω. Την ίδια στιγμή που θέλω να τρέξω μακριά σου, την ίδια στιγμή θέλω να μπορέσω να σταθώ δίπλα σου με όποιον τρόπο μπορείς να με αφήσεις να το κάνω.
Ο τρόπος που μπήκες στη δική μου ζωή ήταν με την ίδια ορμή που το κύμα σκάει στην άμμο. Φαίνεται σαν να την αφήνει αλώβητη, κι όμως την ίδια στιγμή την αναγκάζει να κουνηθεί, να μετατοπιστεί, της ταράζει τη γαλήνη της, αλλά την ίδια στιγμή της δίνει και λόγο ύπαρξης. Η άμμος που βρέχεται από το κύμα δεν είναι η ίδια με εκείνη που βρίσκεται μακριά του. Ο λόγος ύπαρξής τους στην παραλία είναι ο ίδιος, όμως είναι πολύ διαφορετικές από το πιο απλό, που είναι το χρώμα τους, μέχρι το πιο περίπλοκο, που είναι η αίσθηση που σου δημιουργούν στο πέλμα σου, το συναίσθημα που σου προκαλεί αυτή η διαφορετική τους σύσταση. Κάπως έτσι, λοιπόν, είναι και η δική σου παρουσία στη ζωή μου.
Ένα κύμα ήσουν κι εσύ. Κι έγραψα πολλές φορές για σένα, σε ανύποπτο χρόνο, προσπαθώντας να καταλάβω εμένα και να προσδιορίσω αυτό που αισθανόμουν, αλλά μάταια. Γι’ αυτό αποφάσισα να το αφήσω απλά να υπάρχει κι όπου με πάει. Μόνο που δεν κατάλαβα, πως το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο σαν κάθε κύμα που θέλοντας και μη, κάποια στιγμή σκάει στην ακτή.