Γράφει η Α.
Μας πιάνει ώρες ώρες εκείνη η ανάγκη να το παίξουμε τόσο πολύ ανώτεροι. Πως ακόμα κι απέναντί μας να είναι ο άλλος και να μας έχει καρφώσει με το βλέμμα του, εμείς εκεί! Να κοιτάμε αλλού, να γελάμε με ξένους και να προσποιούμαστε πως η καρδιά μας εκείνη την απελπιστική στιγμή δε θέλει να αρπάξει τον άλλον και να του πει πόσο πολύ τον θέλει και πόσο πολύ τον αγαπάει.
Μετανιώνω. Μετανιώνω, που όταν φώναξες το όνομά μου εγώ σηκώθηκα κι έφυγα δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Που τόλμησα –αν έχω το Θεό μου– να κάνω πως δε σε άκουσα για να μη νομίζεις πως ήμουν απελπισμένη. Όχι, δεν ήμουν. Ερωτευμένη ήμουν. Μα εσύ όχι πια. Κι αυτό είναι, που με πονούσε όσο τίποτε άλλο. Γιατί σε κοιτούσα στα μάτια. Εσύ κοιτούσες αλλού. Γελούσες με κάτι αστείο, που τάχα έλεγα. Αλλά δε με κοιτούσες. Κι ήθελα, να σε χτυπήσω. Ήθελα να σε χαστουκίσω κι ύστερα να σε τραβήξω στην αγκαλιά μου και ν΄αναπληρώσουμε όλα τα χρόνια, που δεν ήμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον.
Μπορεί, να θεωρήσεις πως το θυμήθηκα αργά. Ναι, όντως. Ήμουν ηλίθια γι΄αυτό και σε καμία περίπτωση δε θέλω να πιστέψεις πως δε σε σέβομαι. Ούτε μια στιγμή να μη σου περάσει από το μυαλό, πως όσα ζήσαμε τα έχω δεδομένα και πως τα έχω ξεχάσει. Αλλά συνειδητοποίησα κάτι. Ήσουν ο σωστός την πιο λάθος στιγμή. Ήσουν το πιο όμορφο φιλί την πιο λάθος νύχτα. Ήσουν το πιο όμορφο χαμόγελο, δοσμένο σε έναν άνθρωπο που έχει ξεχάσει να γελάει αληθινά. Ήμουν χαλασμένη. Και δεν πρόλαβα να σου δώσω τίποτα. Δεν ήξερα πόσα ήθελα να κάνω μαζί σου. Κι έχει μείνει ένα τραγούδι, που σε θυμίζει. Έχει μείνει ένα άρωμα, που το μυρίζω κάθε φορά, που κάνω μπάνιο, στο μαλακτικό μου. Ναι, τόσα χρόνια έχω το ίδιο μαλακτικό. Δε μου αρέσει, να αλλάζω πράγματα. Εσένα όμως σε έδιωξα, γιατί ήσουν κάτι τόσο λυτρωτικό μέσα στο χάος μου, που τρόμαξα. Τρόμαξα με το πόσο ευάλωτη με έκανες. Δεν είχα ξαναδεί τον εαυτό μου έτσι.
Το παρελθόν με στοιχειώνει, όχι γιατί δεν το έχω ξεπεράσει, αλλά επειδή ένα κομμάτι του εαυτού μου βρίσκεται ακόμα εκεί. Έχω αφήσει κάποια κομμάτια κι όσο εγώ προχωρώ κι αλλάζω, όσο δοκιμάζω κι αποτυγχάνω, τα κομμάτια εκείνα πέφτουν από τα χέρια μου και όταν με πιάνει μελαγχολία κι η μοναξιά ακούει μια μελωδία, που θυμίζει ένα όνομα ανείπωτο, τότε εκείνος ο εαυτός μου με φωνάζει και με δάκρυα στα μάτια γυρνάω, να κοιτάξω πίσω. Ίσως γι΄αυτό δεν γύρισα όταν με φώναξες. Γιατί δεν ήθελα να δεις τη θλίψη στα μάτια μου. Τη θλίψη που κρύβω κάθε φορά που σε χαιρετάω και πρέπει να προσποιηθώ πως δεν ήμουν εκείνη που έκανε όλες τις μαλακίες. Γιατί εγώ έφταιξα. Μονάχα εγώ. Είμαι εγωίστρια και πεισματάρα. Εσύ όμως έπρεπε να επιμείνεις. Να δεις μέσα από τα κάγκελά μου και να πάρεις το χέρι μου. Το χάος, που κουβαλάω έχει ξεχειλίσει από τις σκέψεις, που κάνω για σένα κάθε μέρα.
Ναι, το παραδέχομαι. Σε σκέφτομαι. Κι όταν δεν το κάνω, τότε το μέσα μου ψιθυρίζει πως κάτι αποφεύγω. Κοιτάω άλλων τα μάτια και μέσα τους βλέπω μόνο τα δικά σου. Προσπαθώ, να ξαναερωτευτώ όμως τίποτα δεν είναι αληθινό. Κι οτιδήποτε με κάνει χαρούμενη, είναι για δευτερόλεπτα. Περπατάω στο δρόμο κι ό,τι τραγούδι ακούω θυμίζει εσένα– κλισέ, το ξέρω. Πώς το λένε; Κάνω δύο βήματα μπρος και δέκα πίσω. Και δεν είμαι περήφανη γι΄αυτό. Φοβάμαι μην πληγώσω ξανά κάποιον μην και τον πνίξω στο δικό μου χάος. Γιατί είμαι σπασμένη και κανείς δεν μπορεί να με φτιάξει. Ούτε εσύ– εκτός αν θες, να δοκιμάσεις. Θα ήθελα πολύ να δοκιμάσεις. Έχω καταστραφεί πολύ πριν σε γνωρίσω.
Τ΄ όνομά σου ισούται με το παρελθόν μου. Στο παρόν μου όποτε εμφανίζεσαι όλα μέσα μου γκρεμίζονται. Φέρνω στο μυαλό μου τη στιγμή, που φωνάζεις το όνομά μου. Με πνίγει και με πονάει. Πονάει σε σημείο, να μη μπορώ να πάρω ανάσα. Όλες οι ανάσες, που πήραμε μαζί χάθηκαν. Κι εκείνο το κοριτσάκι, που χόρευε σαν χαζό στην αμμουδιά και σε περίμενε, χάθηκε κι αυτό. -Όταν φώναξες το όνομά μου, εγώ δε γύρισα. Και δε θα μάθω ποτέ τι ήθελες, να μου πεις. Πάω να κάνω μπάνιο.