Γράφει η Φ.
Ξανά εδώ, δίχως να χρειάζεται να προσδιορίσω τον χώρο, για μια ακόμη φορά, χωρίς να σου αναφέρω καν συγκεκριμένο χρόνο. Δε χρειάζομαι τίποτα απ’ τα δύο για να συνηθίσω να κάνω τα πάντα με τη δική σου σκέψη.
Όχι, δε χρειάζεται να είμαι κάπου, με κάποιον ή να έχω μεθύσει, δε θέλω να ‘ναι βράδυ για να σε θυμηθώ, δε με αγγίζει καν αυτό το κοινότυπο που όλοι έχουν στο μυαλό τους, όλοι εκείνοι που μου υποσχέθηκαν ότι θα μου περάσεις κάποια στιγμή.
Και πέρασαν ημέρες, εβδομάδες και μήνες κι εγώ αναρωτιόμουν πότε θα ξυπνήσω χωρίς να είσαι η πρώτη μου σκέψη, πότε θα κοιμηθώ χωρίς να έχω τόση ανάγκη την «καληνύχτα» σου, αλλά δεν τα κατάφερα τελικά. Ακόμα παραλύω όταν ακούω το όνομά σου.
Κι εν τέλει συμβιβάστηκα κι αποφάσισα ότι μπορώ να ζήσω κι έτσι. Μου αρέσει να ζω κι έτσι. Μάλλον δεν ήθελα ποτέ να συνηθίσω την πλήρη απουσία σου και σκαρφιζόμουν δικούς μου τρόπους να σε φέρω και ξέρεις τι; Πιάνει.
Είσαι ακόμα εδώ, σε όσα άγγιζες όταν ήσουν δίπλα μου, στα μέρη που μου έμαθες, που περπατήσαμε μαζί, στις λέξεις που μου είπες, στις στιγμές που περάσαμε, στις αναμνήσεις που μου χάρισες κι ίσως αυτά ήταν ό,τι πιο πολύτιμο μου έδωσες.
«Διέξοδοι» να καταφεύγω πάντα σε εσένα, σε «εμάς». Και πόσο με βοήθησε αυτή η έξοδος κινδύνου, πόσες φορές έτρεξα πίσω στον χρόνο και πόσες ένιωσα τυχερή που πάγωνε πάντα τη στιγμή που μου χαμογελούσες.
Όχι, δε θα ξεχάσω τα χρώματα που έβαλες στο γκρίζο μου, αυτά που θυμάμαι τόσο έντονα ακόμη, αυτά που μέχρι σήμερα χρωματίζουν την καθημερινότητά μου. Κι είναι που πια δε θέλω, γιατί αν αφήσω πίσω εσένα, θα αφήσω κι εκείνο το πολύχρωμο κομμάτι του εαυτού μου.
Και δεν πειράζει που δεν είσαι εσύ εδώ, μου χάρισες τόσα για να υπάρχεις μέσα μου με έναν μαγικό τρόπο, μου έδωσες τόσα να αντέξω μια ασπρόμαυρη ζωή, που πλέον κι εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να μου τα αναιρέσεις.
Δε θα σε ξεχάσω, λοιπόν, κόντρα σε όλους, σε κάθε δική τους «κανονικότητα», κόντρα σε εσένα, μπορώ να το κάνω, αλλά δε θέλω.