Γράφει η Πηνελόπη Κονιτοπούλου

 

Πιάνει το γεμάτο μπίρα ποτήρι της, πίνει ακόμα μια γουλιά και το ακουμπάει πάλι στο τραπέζι. Κοιτάζει για λίγο τριγύρω και στρέφει πάλι το βλέμμα της προς το πάτωμα, πειράζει λίγο τα μαλλιά της και τώρα σηκώνει το κεφάλι της. Δείχνει να προσπαθεί να χαμογελάσει, όμως δεν τα καταφέρνει. Πίνει άλλη μια γουλιά και φαίνεται σκεπτική. Το σώμα της είναι εκεί, το μυαλό της όμως όχι. Κάτι την απασχολεί, κανείς όμως δεν ξέρει τι.

Σίγουρα θα ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες. Θα δείξει το ενδιαφέρον της και πάνω στη κουβέντα ίσως χαμογελάσει ελάχιστα. Όμως πάλι κάπου θα χαθεί, κάπου θα ταξιδέψει το μυαλό της. Μάλλον κάτι θα ψάχνει. Κι όταν πια η νύχτα θα έχει φτάσει στο τέλος της, θα σε πάρει μια αγκαλιά –από εκείνες τις αληθινές, τις ασφαλείς  που δεν κάνεις εύκολα– και θα σου πει καληνύχτα.

Κι εγώ ύστερα θα αναρωτηθώ. Πώς κοιμήθηκε αυτή η κοπέλα εκείνο το βράδυ; Χάθηκε σε κάποια αγκαλιά; Άγγιξε κανείς την ψυχή της πέρα απ’ το σώμα της; Έστω για ‘κείνη τη νύχτα;

Είναι από εκείνες που δε φοβούνται τίποτα και κανέναν. Από εκείνες που ξέρεις ότι δεν μπορείς να παίξεις μαζί τους, δε θα σου δώσει το δικαίωμα. Δεν ψάχνει για υποσχέσεις και λόγια μεγάλα. Σίγουρα όμως αυτό που ψάχνει, κάποια στιγμή θα το βρει. Κι όταν το βρει, ίσως βρει και το χαμόγελό της. Εκείνο που την ομορφαίνει, όχι το ψεύτικο. Εκείνο που βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή της.

Αυτό που ξέρω εγώ όμως είναι πως μέσα από εκείνη, μέσα απ’ τα δικά της κομμάτια, βρήκα ένα δικό μου. Ένα κομμάτι του εαυτού μου που αγάπησα κι εκτίμησα περισσότερο. Βρήκα δύναμη, κουράγιο. Ένιωσα λιγάκι ασφαλής  γνωρίζοντας πως πάντα θα είναι εδώ. Αλλά θα φύγει, ξέρεις. Όλοι φεύγουν. Χαίρομαι όμως για το χρόνο που περάσαμε μαζί, για τις κουβέντες που ανταλλάξαμε, για τις στιγμές που γελάσαμε, για τα βράδια που μεθύσαμε. Χαίρομαι για εκείνες τις όμορφες βόλτες σε κάθε γωνιά αυτής της πόλης.

Μερικές φορές φαίνεται να είσαι ο μόνος στον κόσμο που αγωνίζεται, που δοκιμάζει την αποτυχία, που είναι ανικανοποίητος, που δύσκολα τα βγάζει πέρα. Αυτό το συναίσθημα όμως είναι ψέμα. Κι αν απλά περιμένεις, αν βρεις το κουράγιο να τα αντιμετωπίσεις όλα για μια ακόμα μέρα, κάποιος ή κάτι θα σε βρει και θα τα φτιάξει όλα.

Επειδή όλοι χρειαζόμαστε λίγη βοήθεια πού και πού, κάποιον που θα μας βοηθήσει να ακούσουμε τη μουσική του δικού του κόσμου, που θα μας υπενθυμίσει πως τα πράγματα δε θα είναι πάντα έτσι. Κι αυτός ο κάποιος είναι κάπου εκεί έξω και θα σε βρει.

Το όνομά της; Δε χρειάζεται να το μάθεις! Το μόνο που πρέπει να μάθεις είναι κοιτάς καλά γύρω σου και να παρατηρείς. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που αξίζουν, που ίσως να έκαναν τα πάντα για ‘σένα. Όλοι όσοι θα περάσουν απ’ τη ζωή σου, έχουν κάτι διαφορετικό να σου προσφέρουν. Κι αν μόνο κοιτάς προσεκτικά, θα βρίσκεις σε καθέναν απ’ αυτούς έστω κι ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου. Κι όταν πια θα έχεις βρει όλα τα κομμάτια σου, διασκορπισμένα από εδώ κι από εκεί, τότε θα ανακαλύψεις κι εσένα. Θα σε βρεις. Θα συνειδητοποιήσεις ποιος πραγματικά είσαι και πού ακριβώς θέλεις να πας.

Μόνο μη μένεις στάσιμος. Κουνήσου!  Ρίξε ένα τεράστιο χαμόγελο και προχώρα, μαζί σου. Με ‘σένα. Με τον εαυτό σου που τόσο πολύ αγαπάς. Γιατί το ξέρεις, αν δε σε αγαπάς πρώτα εσύ, δε θα σε αγαπήσει ποτέ κανένας και σίγουρα κανείς δεν μπορεί να το κάνει όπως εσύ.

Δώσε λοιπόν μεγάλη προσοχή γύρω σου. Κι ίσως το επόμενο ζευγάρι μάτια που θα σου χαμογελάσει την ώρα που εσύ προχωράς σκεπτόμενη και μάλλον με τη μουσική τέρμα στα ακουστικά σου,  να σου αλλάξει τη ζωή. Κι αν κοιτάξεις ακόμα καλύτερα, θα δεις πως αυτά τα μάτια είναι τελικά τα δικά σου, η αντανάκλασή τους. Τόσο χαμογελαστά όσο τα έκανες εσύ να φαίνονται.

Εγώ πάντως με βρήκα, κάπου εδώ τριγύρω. Σε ένα ακόμα ποτήρι κόκκινο κρασί, σε μια συζήτηση χωρίς ουσία, σε ένα ακόμα μεθύσι. Με βρήκα καθώς μάζευα κομμάτια μου, μέσα σε μία ακόμα φιλική αγκαλιά ή σε ένα ακόμα δάκρυ. Με βρήκα τότε, σε μία ακόμα ζάλη ή σε εκείνον τον καναπέ που είχα ξαπλώσει και δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου. Μα κυρίως με βρήκα σε εκείνο το χαμόγελό μου, το δικό μου, που δημιούργησα όταν κατάλαβα ποια είμαι, πού θέλω να πάω και τι αξίζω. Κι αν ήταν όλο αυτό το ταξίδι ο λόγος για να με βρω, ναι, άξιζε τον κόπο.

Αφήνει κάτω το πλέον άδειο από μπίρα ποτήρι της και σηκώνεται. Φαίνεται να χαμογελάει κι απλώς φεύγει χωρίς να πει κουβέντα. Χωρίς ένα αντίο. Φεύγει γιατί όλοι φεύγουν. Κλείνει την πόρτα με δύναμη και τα αφήνει όλα πίσω. Κι εγώ στέκομαι εδώ κοιτάζοντας την κλειστή αυτή πόρτα κι ό,τι εκείνη η κοπέλα άφησε, ό,τι με δίδαξε.

Στέκομαι εδώ χαμογελώντας. Μα δεν είμαι μόνη μου, είμαι με έμενα, μαζί μου. Είμαι εδώ παρατηρώντας ακόμα την κλειστή πόρτα χωρίς να θέλω να πάω να την ανοίξω. Γιατί ξέρω πως ό,τι θέλω είναι εδώ, στο τώρα. Κι αυτό το τώρα ξεκινάει μόνο από έμενα. Ξεκινάει με το δικό μου χαμόγελο. Τώρα.

Κι ύστερα θα αναρωτηθώ. Πού να πήγε εκείνη η κοπέλα; Ό,τι κι αν γίνει, ξέρω πως σε μία γωνία αυτού του δρόμου, στο επόμενο ηλιόλουστο πρωινό ή ακόμα και στην επόμενη ματιά που θα ρίξω στον καθρέφτη, εκείνη θα είναι εκεί, χαμογελαστή και χαρούμενη.

Θα είναι εκεί να μου υπενθυμίζει πόσο μικρή είναι η ζωή μας και πως δεν είμαστε τίποτα πέρα από περαστικοί που μπορεί μέσα σε δευτερόλεπτα να εξαφανιστούμε.  Γι’ αυτό θα κοιτάξω πάλι στον καθρέφτη και θα με δω, θα είμαι εκεί, χαμογελαστή και χαρούμενη. Γιατί ξέρω πως η δίκη μου χαρά κι ευτυχία ξεκινάει από εμένα. Και ξεκινάει τώρα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πηνελόπης Κονιτοπούλου: Πωλίνα Πανέρη