Γράφει η Ζωή Σ.
Εκεί που όλα ήταν θολά, ένα αναπάντεχο μήνυμα έφερε το πιο χαζό χαμόγελο. Ήσουν ένας άγνωστος, μα μ’ αυτό σου το μήνυμα ένιωσα σαν να σε ξέρω. Δεν αντιστάθηκα. Σαν παιδί που παίρνει για δώρο ένα παιχνίδι που επιθυμεί καιρό. Απάντησα. Κι οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα. Δε χρειαζόταν να τις σκεφτώ. Κάτι με τραβούσε να σου μιλώ. Λάμψη στα μάτια μου σε κάθε σου απάντηση!
Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα τόσο ξαφνικό μα όμορφο ταξίδι. Ένα ταξίδι στη θάλασσα. Με κύματα και με μπουνάτσες. Με αράγματα σε αμμουδιές, τραγούδια γύρω από φωτιές και βουτιές από βράχους. Δε σε είχα δει, δεν είχα ακούσει τη φωνή σου. Ήταν, όμως, σαν να σε βλέπω και να σ’ ακούω. Σε μια παραλία. Βράδυ. Με μπίρες και με μουσικές. Να μιλάμε γυμνοί με τις ώρες. Να σ’ αγγίζω δειλά. Να σε κοιτάζω στα μάτια και τα βλέμματά μας να πετούν φωτιές.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι δυο άνθρωποι που δε γνωρίζονται μπορούν να μοιραστούν τόσα. Οι συζητήσεις μας ήταν η μεγαλύτερη ανάσα που μπορούσα να πάρω μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα που ανέπνεα. Κάθε δισταγμός είχε γοητεία. Ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλο σίγα-σιγά. Οι λέξεις στην αρχή συγκρατημένες. Κι ύστερα απροκάλυπτα τρανταχτές. Αντικαταστάθηκαν με συνώνυμες των προστατευμένων που χρησιμοποιούσαμε πρώτα. Λέξεις που δε θα θέλαμε να διαβαστούν από κάποιον τρίτο, αλλά που ανυπομονούσαμε να ειπωθούν μεταξύ μας.
Έγινες το καλοκαίρι μου. Ένα καλοκαίρι γεμάτο μυστήριο. Ήθελα να σε γνωρίσω και δεν έχανα ευκαιρία να στο λέω. Κι υποσχόσουν πως θα γίνει. Πως θα βρεθούμε σύντομα. Και θα συνεχίσουμε από κοντά αυτές τις συζητήσεις που τόσο απολαμβάναμε να κάνουμε.
Ένιωθα πως είχε χτιστεί το πιο ειλικρινές συναίσθημα που είχα νιώσει. Είχαμε δημιουργήσει μια σχέση μοναδική. Δεν είχε σημασία τίποτα άλλο παρά μόνο η επικοινωνία μας. Δεν είχε σημασία τίποτα επιφανειακό, όπως πράγματα που προσέχεις πρώτα όταν γνωρίζεις κάποιον. Το ύψος, τα μαλλιά, τα μάτια, το σώμα. Για μας υπήρχε μόνο ουσία.
Και τότε. Τότε που νόμιζα πως σε λίγο θα αντίκριζα τα μάτια σου, η ειλικρίνεια χάθηκε. Έγινες άλλος. Κι ήσουν άλλης. Ανήκες αλλού. Εγώ, όμως, ανήκα σ’ εσένα. Ειλικρινά κι ολοκληρωτικά. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να το πιστέψω και να το δεχτώ. Κι έλεγες πως δε θ’ ανήκεις αλλού για πολύ. Πως έχεις χαθεί, πως σε έχεις χάσει. Ήλπιζα πως θα σε βρεις σύντομα και θα ‘ρθεις να βρεις και μένα. Μα δεν ερχόσουν. Κι αυτό πονούσε με τρόπο πρωτόγνωρο.
Κι ένα βράδυ σε είδα. Εκεί, ανάμεσα στον κόσμο. Κι ο χρόνος σταμάτησε. Όλα γύρω χάθηκαν κι υπήρχες εσύ μόνο. Τα λόγια είναι πολύ φτωχά ώστε να περιγράψουν το μεγαλείο της στιγμής αυτής. Της στιγμής που ολοκληρώνεται μια προσμονή που κρατούσε για μήνες. Η καρδιά μου χτυπούσε με τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω.
Ήθελα τόσο να σου μιλήσω, μα ήμουν εξαιρετικά δειλή. Νομίζω πως έτρεμα. Και τότε. Τότε ήρθες και μου μίλησες εσύ. Κι ένιωσα σαν να σε ξέρω καλά. Σε κοίταξα στα μάτια για πρώτη φορά. Σου έπιασα το χέρι με τον πιο τρυφερό μου τρόπο. Νομίζω πως όλη την ώρα που σου μιλούσα είχα το πιο χαζό χαμόγελο στα χείλη.
Κι η στιγμή αυτή τελείωσε. Σαν όνειρο. Κι ήσουν ακόμα άλλης. Κι εγώ ακόμα δική σου. Και το άγγιγμά σου δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Το βλέμμα σου με ακολουθεί ακόμη. Η φωνή σου μου μιλά. Μα ανήκεις αλλού. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Παρά μόνο να ελπίζω πως το ταξίδι δεν τελείωσε ακόμη.
Θα συναντηθούμε το καλοκαίρι σε κάποια παραλία, παρέα με μπίρες και μουσική, να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα αγκαλιά. Και σίγουρα θα ‘ναι το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα που θα ‘χω δει…