Γράφει ο Οδυσσέας.

Μεγαλώσαμε σχεδόν μαζί, μπορεί όχι από την κούνια, αλλά ήμουν εκεί όταν έγραψες την πρώτη σου ορθογραφία. Στο πρώτο τεστ στην ιστορία ήμουν δίπλα σου στο θρανίο και στον πρώτο χορό στο γυμνάσιο πήγαμε μαζί σαν γνωστά μπακούρια. Ήπιαμε παραμάσχαλα το πρώτο μας σφηνάκι τεκίλα και κλάψαμε στο ίδιο σκαλί όταν δε γράψαμε καλά στα μαθηματικά στις πανελλήνιες. Σε είδα να εξελίσσεσαι και ν’ αποτυχαίνεις κι ελάχιστη σημασία είχε για μένα ποτέ αν έχεις τα μαλλιά σου  πιασμένα σ’ εκείνον τον κότσο που τόσο αγαπώ, ή αν τα ταίριαζες τρεις ώρες μπροστά από τον καθρέφτη τραγουδώντας.

Σε είδα να βγαίνεις με όσους δεν έπρεπε -όχι στα μάτια μου τουλάχιστον, ν’ αγχώνεσαι και να πληγώνεσαι εν τέλει. Για να είμαι ειλικρινής με είδες κι εσύ να παίρνω λάθος αποφάσεις, να διαλέγω τα λάθος άτομα, να συναναστρέφομαι κορίτσια που δε με νοιάζει τι ήταν, αλλά δεν ήταν εσύ. Κάναμε μαζί λάθη, σχεδόν τα ίδια και τα ίδια ξίδια πίναμε, για να μην ομολογήσουμε πως ό,τι θέλαμε ποτέ να πιούμε ήταν δίπλα μας. Τελικά πίναμε μια κάβα ανείπωτα κι ένα δροσερό κορμί, έτσι για παυσίπονο. Εσύ έφυγες κι έφυγα κι εγώ. Σπουδές, δουλειές και τρέχει η λίστα και δεν τελειώνει ποτέ. Κι ήρθα σήμερα στο ίδιο μέρος που πάντα τα τσούζαμε, να ρίξω λίγο οινόπνευμα σε μια πληγή που μόνος μου άνοιξα.

 

 

Ήταν πάντα τόσο απλό να σου μιλήσω, να πω δυο λέξεις, ν’ αρθρώσω πέντε συλλαβές, να τις αφήσω στη γλώσσα μου να κυματίζουν και να τραγουδάνε, δεν το έκανα. Τώρα σαν τρελός κατηγορώ εσένα, εμένα, το πετρέλαιο στον οισοφάγο μου και τους πρώτους μας έρωτες. Ξέρω πως θα έπρεπε να σου μιλήσω, να σου πως ναι, θέλω να κάνω τα παιδιά σου κι ονειρεύομαι το κορμί σου από έφηβος. Πάντα έλεγα πως δε θα με κοιτάξεις επειδή με βλέπεις φιλικά κι είμαι κομματάκι καχεκτικός και με βαριέμαι. Αλλά νομίζω πως κι εσύ ξέρεις πως δεν είναι αυτό που με κρατούσε πίσω. Ξέρω πως πάνω απ’ όλα είμαι καχεκτικός στην ψυχή κι εσένα δε σου αξίζει ένας δειλός που μικρός τραύλιζε όταν σε κοιτούσε. Είμαι δειλός γιατί ποτέ δε σου μίλησα για τα αισθήματά μου, γιατί όταν στο δημοτικό σε κορόιδεψαν που έπεσες στις λάσπες και σκίστηκαν τα γόνατά σου, εγώ δε μίλησα -σου υπόσχομαι πως ήθελα να αγκαλιάσω και τα γόνατα κι ότι άλλο δικό σου. Δε σε βοηθούσα όταν πραγματικά με είχες ανάγκη, δεν ήθελα να δεις την αλήθεια μέσα από τις πράξεις μου.

Παρ’ όλα αυτά, είμαι τόσο θυμωμένος μαζί σου, γιατί τώρα ξέρω πως ήθελες κι εσύ. Μετά από τόσα χρόνια είμαι σε θέση να καταλάβω πως κι εσύ δε με έβλεπες μόνο φιλικά. Με έβγαζες φωτογραφίες στους αγώνες μου, μου κρατούσες το χέρι με κάθε ευκαιρία κι όταν διαβάζαμε χημεία την ένιωθα. Ένιωθα εμάς, όσα μπορούσαμε να γίνουμε και τα αφήσαμε στη μέση. Θα σε περιμένω όμως και θα ελπίζω να τα βρούμε. Να παραδεχτούμε κάποτε τα λάθη και τη δειλία μας. Θα περιμένω σ’ ένα παγκάκι από αυτά που πίναμε ένα καφάσι μπύρες και τις κάναμε πυργάκια.

 

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου