Γράφει η Έλλη.
Επέστρεψα απ’ το μπαρ εξουθενωμένη από το περπάτημα μέχρι το σπίτι, ζαλισμένη από το ποτό και πέταξα το τσαντάκι μου χάμω. Ετοίμασα ένα σάντουιτς, γιατί είχα πεθάνει της πείνας κι ήπια ένα ποτήρι νερό μπας και συνέλθω από το ποτό και την ασφυκτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο μπαρ την οποία προκαλούσε η τσιγαρίλα. Κι όχι κάτι άλλο. Ή κάποιος άλλος. Τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω. Το παραδέχομαι.
Αφού τελείωσα απ’ όλα αυτά, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έμεινα εκεί ξαπλωμένη ανίκανη να κουνηθώ, λες κι η βαρύτητα αποφάσισε ξαφνικά να κρατήσει εκεί κολλημένα όλα μου τα άκρα για πάντα. Τον σκεφτόμουν ξανά. Βασικά δε σταμάτησα να τον σκέφτομαι από την ώρα που τον αντίκρισα μπροστά μου. Ήταν εκεί απόψε, σ’ ένα από τα αγαπημένα μου στέκια. Σε ένα από τα αγαπημένα μας στέκια, όπου συχνάζαμε όταν ήμασταν ακόμη μαζί. Ναι, ήταν εκεί, στο μέρος όπου βρισκόμουν κι εγώ.
Δεν τον περίμενα, πού να φανταζόμουν κι εγώ πως θα αποφάσιζε να πάει εκεί τη μέρα που αποφάσισα να πάω κι εγώ. Και ήταν μόνος. Μόνος και σκεφτικός, λες και τίποτα δεν τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Φαίνεται πως ούτε αυτός προχώρησε στη ζωή του. Πάνε έξι μήνες από τότε που χωρίσαμε. Απ’ την ώρα που τον είδα δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω του, συνεχώς το σώμα μου ήταν στραμμένο προς το μέρος του μήπως και καταφέρω να του τραβήξω την προσοχή. Με είδε. Αλλά έστρεψε αμέσως το βλέμμα του αλλού. Τίποτα, καμία κίνηση απέφευγε να με κοιτάξει. Εσκεμμένα το έκανε, δεν ήθελε κι ερώτημα, η στάση του τα μαρτυρούσε όλα.
Περιττό να πω πως καθ’ όλη τη διάρκεια που βρισκόμουν στο μπαρ δεν έκανα άλλη δουλειά και εννοείται πως και το μυαλό μου τα είχε χάσει, δεν ήξερα τι μου γινόταν, αναστατώθηκα. Μα γιατί να μην κάνει καν τον κόπο να με κοιτάξει, να μου ρίξει μια ματιά; Τόσος εγωισμός πια; Και τώρα εγώ να πούμε, τι πρέπει να καταλάβω μετά απ’ αυτή του την αδιάφορη συμπεριφορά; Πως είναι όντως αδιάφορος; Μα αφού με θέλει ακόμα, ρε γαμώτο, πριν λίγο καιρό μου το είπε.
Κι εγώ; Αλλά τι να σκεφτώ κι εγώ, είμαι η φταίχτρα της υπόθεσης, εγώ πρέπει να νιώθω τύψεις και να τρέξω πίσω του και καλά. Μα έτσι πάει τώρα; Όχι βέβαια, από τη στιγμή που το αρσενικό της υπόθεσης εδώ και καιρό είχε σταματήσει να με διεκδικεί και δεν ήθελε μέρα με τη μέρα να με κερδίζει αφού είχε άλλα πιο σημαντικά πράγματα ν’ ασχοληθεί δεν πρέπει να έχει και παράπονο. Ζήτα μας και τα ρέστα τώρα.
Θυμώνω σκεπτόμενη όλα αυτά, μα μετά θυμάμαι πώς ξεκινήσαμε εμείς οι δυο, πόσο υπέροχη ήταν η σχέση μας, πόσο πολύ ταιριάζαμε και τώρα πώς καταλήξαμε. Πέρασαν όλα μπροστά απ’ τα μάτια μου τόσο γρήγορα, σαν άνεμος, σαν αεράκι που φυσάει και παίρνει μαζί του φύλλα, σκόνη, κανένα σκουπίδι. Έτσι πέρασε κι ο χρόνος, αυτός ο άτιμος χρόνος που σκορπά με το πέρασμά του ανθρώπους κι αγάπες.
Παρ’ όλα αυτά απόψε έκανα την κίνησή μου. Πήγα να του μιλήσω. Αυτός, όμως, έκανε πως κοίταζε αλλού, μου απαντούσε μονολεκτικά κι όλη αυτή του η στάση είχε μια δόση διχασμού. Από τη μια ήθελε να μ’ αγκαλιάσει παθιασμένα ψιθυρίζοντας παράλληλα στο αυτί μου πόσο πολύ μ’ αγαπάει και πόσο του έλειψα, το ήξερα αυτό το βλέμμα, μπορούσα να διαβάζω τις σκέψεις αυτού του ανθρώπου είτε ήθελε είτε όχι. Από την άλλη ήθελε να κάνει πως δε με ξέρει απλά και μόνο για ν’ αποφύγει την παρουσία μου που του προκαλούσε πανικό κι αναστάτωση.
Για το δικό του καλό το έκανε βέβαια και καλά έκανε. Σαν να μου έλεγε φύγε, δε θέλω να σε βλέπω μπροστά μου, δε θέλω να σου μιλάω, μου χαλάς τη βραδιά. Λες κι εκείνος έκανε το αντίθετο. Μετά απ’ αυτό απομακρύνθηκα από κοντά του, ε μα πόσο να χαμηλώσω το επίπεδό μου απλώς για να μου δώσει λίγη σημασία. Και καλά έκανα!
Τι ειρωνεία σκέφτηκα και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Παρατηρούσα το πρόσωπό μου, τα κουρασμένα μου μάτια και τι δάκρυα και δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν χωρίς σταματημό. Είχα σκοπό να περάσω τέλεια εκείνο το βράδυ κι ήθελα να πιστέψω πως τον είχα ξεπεράσει. Καλή η προσπάθεια.