Γράφει η Άννα.
H ηθική, είμαι σίγουρη πως διαφέρει η σημασία της από άνθρωπο σε άνθρωπο, από μυαλό σε μυαλό, από καρδιά σε καρδιά. Υπάρχει μία κοινή ηθική για όλους μας, συμφωνούμε σ’ αυτό, αλλά μεγαλύτερη υπόθεση αποτελεί η προσωπική, τα δικά μας όρια, τα προσωπικά μας «φρένα». Δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι καλούπια της λογικής ή όχι. Αυτό που ξέρω είναι πως εγώ προσφάτως αναθεώρησα.
Έχω πει πολλά «με τίποτα!» στη ζωή μου, τα οποία εν τέλει παραβίασα και ίσως να λάτρεψα όταν τα βίωσα χωρίς να σκέφτομαι. Αυτό ήταν πάντα το μεγαλύτερό μου λάθος. Σκεφτόμουν παραπάνω απ’ όσο ζούσα. Όπως ακριβώς έκανα και μαζί σου δηλαδή -δε θα σου απευθύνω ξανά το λόγο, το υπόσχομαι.
Πάνε λίγοι μήνες από τότε που ήρθε εκείνος. Ναι, εκείνος που τόσο καλά ξέρεις, που πιο πολύ κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό σε ξέρει. Τότε ήταν που χτύπησε το προσωπικό καμπανάκι της ηθικής μου, αμφιταλαντεύτηκα πολύ, ρημάχτηκα για άλλη μια φορά στην ανάλυση και στη σκέψη. Με ένοιαζε τι θα πεις -πάλι το έκανα-, πώς θα νιώσεις και τι θα πιστέψεις για μένα. Δε σου χρωστάω εξηγήσεις, γαμώτο, αλλά θα το κάνω για να είμαι πρώτα απ’ όλους εγώ καλά.
Για ένα διάστημα έβαλα «φρένο» και μάλιστα οριστικό -όπως νόμιζα. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξανά ήρθε εκείνος για να μου επιβεβαιώσει πως αν θέλεις μπορείς τα πάντα, αν γουστάρεις τον άλλον είσαι σε θέση «να κάνεις τον ήλιο να ανατέλλει απ’ τη δύση» κι όχι μόνο. Και μηνύματα στέλνεις και τον εγωισμό σου καταπατείς και τις άμυνές σου γκρεμίζεις. Αρκεί να θες. Μου έκανε τα πράγματα τόσο γαμημένα, δε με άφησε να σκέφτομαι ώρες ατελείωτες, έπαιξε όλα τα χαρτιά του στα ίσια και μου εξηγήθηκε όσο κανείς. Και ξέρεις τι κατέληξε να είναι; Μία απ’ τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής μου. Δε στα λέω όλα αυτά ούτε για να σε εκδικηθώ ούτε για να κάνω επίδειξη. Συνειδητοποιώ απλώς πως υπάρχει -κοίτα να δεις- καλύτερος από σένα.
Χαίρομαι που δε θα μας δεις ποτέ μαζί. Δε θα μας ακούσεις να γελάμε και να φωνάζουμε σαν μικρά παιδιά που ξέχασαν να μεγαλώσουν. Δε θα με ακούσεις να του γκρινιάζω, δε θα τον ακούσεις να μου κάνει παράπονα. Δε θα μας δεις να περνάμε καλά και μετά να φυλάμε τα πάντα μέσα σε μια αγκαλιά. Δε θα τον δεις να μυρίζει ώρες ατελείωτες τα μαλλιά μου, δε θα με δεις να χαϊδεύω το χέρι του ούτε να ισιώνω συνεχώς το κομποσκοίνι που φοράει. Δε θα μάθεις πόσο καιρό επιλέγουμε ο ένας τον άλλον. Δε θα ξέρεις τίποτα για μας. Δε θα σε αφήσω να μου το χαλάσεις κι αυτό. Ειδικά αυτό.
Ούτε τύψεις νιώθω, αν θες να μιλήσουμε για μία φορά ειλικρινά ούτε μετανιώνω που τον επέλεξα ούτε τίποτα μη ηθικό βρίσκω στο να περνάνε δύο άνθρωποι καλά -έστω κι έτσι. Τον εαυτό που μου φανέρωσε εκείνος δεν ήξερα καν ότι τον έχω και πίστεψέ με του χρωστάω ήδη πολλά που δεν έχει ιδέα ότι έκανε. Και τις φορές που κάτι θα πει ή θα κάνει και θα σε θυμίσει υπερβολικά πολύ δε θα μαγκώσω ξανά, δε θα κολλήσω. Θα γελάσω λοξά κι εκείνος θα με φιλήσει εκεί στην άκρη που κρύβεται όλο το παράπονό μου, όπως λέει. Ξέρει, είμαι σίγουρη. Μπορεί να μην του αρέσει να μιλάει για το χθες, αλλά γνωρίζει πολύ καλά ποια ήμουν και πόσο διαφορετική είμαι τώρα μαζί του. Ένα «τώρα» που δε θα άλλαζα για κανένα «χθες». Πλέον.
Πρέπει να σ’ αφήσω τώρα γιατί θέλω να ετοιμαστώ. Στην υγειά μας θα πιω! Στον κολλητό του που ποτέ δε θα ξεχάσει όσο μακριά κι αν βρίσκεται και στη δική μου καψούρα που πάντα θα κάνω πως ξεχνάω.