«Εκατόν είκοσι και σήμερα μωράκι. Περνάνε οι μήνες. Υπομονή, θα περάσουν. Όνειρα γλυκά. Να με σκέφτεσαι όσο εγώ για να μη νιώθω μόνος. Μου λείπεις ματάκια μου».
Μ’ ένα μήνυμα σαν κι αυτό θα κλείσει και το σημερινό μου απόγευμα. Θα προλάβω να κοιμηθώ μισοτρελαμένος κανένα τρίωρο, πριν ξυπνήσω για τη νυχτερινή μου σκοπιά. Δεν προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια μου και ήδη τη σκέφτομαι. Έχω να τη δω ενάμιση μήνα. Την κοιτάζω μέσα από φωτογραφίες και βιντεοκλήσεις, μα δεν τη βλέπω από κοντά. Την κοιτάζω, αλλά δεν μπορώ να τη δω και τρελαίνομαι.
Δεν μπορώ πια να χαϊδέψω τα μαλλιά της, δε νιώθω το άρωμα του κορμιού της να ζωντανεύει το σκαλωμένο μου μυαλό. Το μόνο που μυρίζω εδώ μέσα είναι τα άρβυλα πενήντα μαντραχαλέων.
Όχι, δεν είναι τα βάσανα του στρατού, ούτε οι κακουχίες που περνάω. Όλη μέρα κάθομαι και κάνω ανούσιες αγγαρείες, σκοπιές και περιπόλους. Σιγά τον πολυέλαιο. Το μόνο που μπορώ να πω πως μ’ έχει λίγο ξεβολέψει είναι το ωράριο. Αλλά κι αυτό το συνηθίζεις. Άλλα είναι που δε συνηθίζονται.
Δεν μπορώ να συνηθίσω την απουσία της. Είμαι κλεισμένος εδώ μέσα σαν θηρίο σε κλουβί. Κι εκείνη είναι εκεί, έξω, μόνη της. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι, αν της λείπω στ’ αλήθεια ή αν συνήθισε την απουσία μου. Εκείνη έχει τους φίλους της, την παρέα της, πίνει τα ποτάκια της και πάει πια με τον κολλητό της στο σινεμά.
Κι εγώ; Εγώ κλεισμένος εδώ μέσα κοιμάμαι και ξυπνάω με τη σκέψη της. Εγώ που σαν μαλάκας, όσο ήμουν ελεύθερος υποχρεώσεων κι υπηρεσιών, την είχα στο φτύσιμο και την παρατούσα με την πρώτη ευκαιρία για να πάω να δω μπάλα στου Μήτσου.
Περνάνε τόσες και τόσες διαφορετικές σκέψεις απ’ το μυαλό μου, που με κάνουν κι εμένα τον ίδιο να εκπλήσσομαι. Λες κι ο στρατός μ’ έκανε ξαφνικά πιο φιλοσοφημένο και καλλιεργημένο. Παρελαύνουν απ’ το μυαλό μου ατάκες σαν φωτεινές ενδείξεις νέον μέρα-μεσημέρι, όπως: «εκτιμάς κάτι μόνο όταν το χάσεις», «όταν είσαι μόνος, όλα σου μοιάζουν πιο μίζερα», «μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται ή αλλού πηδιούνται;» -Θεέ μου, τι θα κάνω;
Έχει γίνει το μυαλό μου μαρμελάδα κι έρχονται στιγμές που μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή, που δεν την παράτησα, πριν μπω στο ρημάδι το στρατό, να είχα τη μοναξιά, αλλά και το κεφάλι μου ήσυχο. Αλλά πώς να την αφήσω; Και ποια; Τη ζωή μου όλη; Γιατί; Επειδή είμαι τόσο αδύναμος που εδώ μέσα τα ‘χω παίξει, νιώθω σαν μωρό παιδί ετών είσοσι επτά και διαολίζομαι, χωρίς να μου έχει δώσει το καημένο το Κατερινάκι μου, ούτε αιτία, αλλά ούτε κι αφορμή;
Κοιτώ τον εαυτό μου από απόσταση και ντρέπομαι μ’ αυτά που σκέφτομαι. Πώς να ζήσω χωρίς αυτή; Εκείνη που μ’ ανέχεται αυτές τις ώρες της θλιβερής μου παράνοιας. Όταν της παραπονιέμαι, ακόμη και για το γεγονός πως ο Μήτσος τώρα πια βλέπει μπάλα μόνος με το Γιώργο και νιώθω απογοητευμένος απ’ τη ζωή και τη φιλία. Εκείνη που στέκεται με τις ώρες πάνω απ’ το τηλέφωνο, για ν’ ακούσει μια κουβέντα μου βιαστική και κουρασμένη, να μου μιλήσει λίγο για να μ’ αποφορτίσει απ’ την υστερία μου, τη ρημάδα.
Εκείνη φέρνω στο νου, όταν ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί. Την καλημερίζω φωναχτά, της φιλώ τα μάτια, όπως έκανα κάθε μέρα που ξυπνούσα δίπλα της, κι ας έλεγαν πως αυτή η συνήθεια φέρνει χωρισμό. Εμένα με γαλήνευε να της φιλώ τα μάτια. Γιατί είναι τα ματάκια μου, τα όμορφα. Έπειτα ξεκινώ να μετρώ τις ώρες και τις μέρες, μέχρι την πιθανή μου άδεια. Αυτό με κρατάει στα πόδια μου μέχρι να λάβω το πρώτο της μήνυμα ή τηλέφωνο. Στο τηλέφωνο θα της πω, όπως κάθε μέρα, πόσος καιρός απομένει, δίνοντας και σ’ αυτήν κουράγιο.
Μα πώς μπορώ ν’ αμφισβητώ ότι της λείπω; Αφού κλαίει. Κλαίει η αγάπη μου και δεν είμαι καν εκεί να την ηρεμήσω. Η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Κάθε που έκλαιγε, έμπαινα στο αυτοκίνητο να τρέξω να τη βρω ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου. Τώρα μας χωρίζουν κάτι πύλες, κάτι αρβύλες, ένα χακί τζάκετ και τριακόσια ναυτικά μίλια Αιγαίο.
Δεν μπαίνω καν στον κόπο να συζητήσω τι γίνεται, όταν βραδιάζει. Ένας κυκεώνας αισθήσεων. Το σώμα μου παγώνει στην απουσία του χαδιού της. Λες κι έχει μουδιάσει όλο μου το κορμί και δεν αντιλαμβάνεται κανένα άγγιγμα. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε σκέψη του γυμνού σώματός της όλες μου οι νευρικές απολήξεις ηλεκτρίζονται.
Φαντάζομαι πως, όταν έρθει η ευλογημένη ώρα που θα της κάνω έρωτα μετά από τόσο καιρό, το σώμα μου θα βιώσει ερεθίσματα που ξεπερνούν κατά πολύ την έκσταση γνωστών, απαγορευμένων, παραισθησιογόνων ουσιών.
Η ώρα πέντε και σε λίγο η σκοπιά τελειώνει. Ακριβώς τη στιγμή, που τα ‘χω παίξει απ’ την πολλή σκέψη και στέλνω ένα μήνυμα, που προσιδιάζει σε μεθυσμένο: «Σε λίγο τελειώνει η σκοπιά μου μωράκι. Σε σκέφτομαι όλη μέρα κι αναρωτιέμαι, αν τελικά ο ελληνικός στρατός μ’ έκανε άντρα ή παιδί. Χαίρομαι που καταλήγω στο συμπέρασμα πως μ’ έκανε παιδί. Ένα παιδί που σ’ αγαπάει σαν τρελό κι αποζητά τα φιλιά σου άπληστα, όπως τα ζητούσε όταν πρωτογεννήθηκε απ’ τη μάνα του. Εκατόν δεκαεννιά και σήμερα, ομορφιά μου. Υπομονή. Να προσέχεις και να με σκέφτεσαι για να μη νιώθω μόνος».
Επιμέλεια κειμένου Κωστή: Νάννου Αναστασία.