Γράφει η Δημητριάνα, για τον Αντρέα.
Βγήκαμε για ένα ποτό στο κέντρο. Καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον και συζητούσαμε για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι συζητήσεις μας γενικά ποτέ δε βρίσκουν τελειωμό. Ξεκινούν με ένα «Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που έγινε αυτό;» και καταλήγουν στο να κλείνει το μαγαζί και να πρέπει να συνεχίσουμε τη συζήτηση στο αυτοκίνητο.
Σε έβλεπα στα μάτια, ματάρες κατ’ ακρίβεια. Αντανακλούσαν την ψυχή σου. Αντανακλούσαν εκείνη τη θολούρα που σε έπνιγε κάθε φορά που έκλεινες τα μάτια σου κι ακούγοντας τη μουσική σου, έπαιρνες τζούρες, καταστρέφοντας ακόμα ένα μέρος του εαυτού σου. Άνθρωπος λιγομίλητος, πάντα. Καθόλου φλύαρος, όμως, τόσο περιεκτικός κι ενδιαφέρων. Καθόλου απόμακρος, τόσο ζεστός με ένα βλέμμα, μια αγκαλιά.
Μια βραδιά σαν όλες τις άλλες, μια νυχτερινή βόλτα ξεχώρισε, λοιπόν. Ήταν συνηθισμένη, με δύο μπίρες στα χέρια μας, μα με μια σκοτεινή θύελλα στο βλέμμα σου είχε ξεσπάσει χωρίς να ξέρω το γιατί. «Έχεις νιώσει τι πάει να πει μοναξιά στη ζωή σου; Πονάει πολύ. Κατάλαβες τώρα;». Δεν πίστευα αυτό που μόλις είχες πει. Γαμώτο, πώς μπόρεσε κάποιος να πονέσει αυτά τα μάτια; Πώς κάποιος σκέφτηκε να σε πληγώσει;
Αγάπη μου, δεν έχει σημασία αν ένιωσα τη μοναξιά, εκείνη την ώρα, εκείνη την ανατριχιαστική στιγμή, ένιωσα να με διαπερνά και να το ζω. Στο ορκίζομαι πως δε θα ήθελα να πάρω τον χρόνο πίσω. Όχι, δε θα έσβηνα όλα αυτά που σε πόνεσαν. Δε θα σε άφηνα ποτέ να μπεις στη διαδικασία διαμελισμού του εαυτού σου. Γιατί δε σου αξίζουν οι στεναχώριες, οι αμφιβολίες, τα ερωτηματικά, οι μοναξιές. Γιατί το χάος, γαμώτο, είδα στα μάτια σου το απόλυτο χάος.
Μονίμως με ένα χαμόγελο στα χείλη και πάντα με μια θλίψη ανεξήγητη. Η κάθε λατρεμένη ατέλειά σου να ισορροπεί στην τελειότητά σου, αφού πάντοτε ήσουν τόσο πλούσιος μέσα σου, φτάνει κάποιος να το αντίκριζε σαν ωκεανός, εκεί βαθιά στα πιο απόκρυφα μονοπάτια σου.
Μάτια. Ούτε πράσινα ούτε μπλε. Καστανό χρώμα που μαγνητίζει ολόκληρο τον εαυτό μου σε σένα. Γ ’αυτό, αγάπη μου, να ξέρεις πως κάθε συνηθισμένη μέρα με μια μπίρα στο χέρι σε νιώθω να συζητάμε, να γελάμε μέχρι το πρωί, αφού καμία απόσταση δε με εμποδίζει να σε νιώθω να με ακουμπάς εγκεφαλικά. Αν θες ονόμασέ το ως παράνοια, μα κάθε μέρα μου χαμογελάς και πάω το ρολόι λίγο πιο μπροστά για την απροσδόκητη επανένωση των ματιών μας στο ίδιο μαξιλάρι. Τη στιγμή που θα χυθούν δάκρυα, από ευτυχία, απ’ το συναίσθημα του να σε κρατώ χωρίς κανένα εμπόδιο.
Δε σου είπα ποτέ ότι θα ήταν εύκολο, σου είπα πως δεν είναι ακατόρθωτο. Δεν ξέρω τι μπορεί να έζησες κι ούτε ήσουν ποτέ απ’ τα άτομα που μιλάνε για τα προβλήματά τους, προτιμάς να τα περνάς μόνος, να χαμογελάς και να κάνεις πως δε συμβαίνει κάτι. Χαρακτήρας ντόμπρος, χωρίς δήθεν εντυπωσιασμούς, ήρθες κι έφερες τα πάνω κάτω.
Δε σε ερωτεύτηκα, μαζί σου κόλλησα, σταμάτησα και δε θέλω να προσχωρήσω σε κάτι άλλο. Με μαγνητίζεις και μετράω τις μέρες για να ξανανταμωθούμε. Xωρίς εσένα δε θα είχε τίποτα ουσία, κανένα ταξίδι επιστροφής, καμιά χαρά μέσα στο αεροπλάνο δε θα ήταν ίδια.
Θυμάσαι όταν σε πήρα από βίντεο κλήση κι ήμουν έξω απ’ την πόρτα σου; Ζω για τις στιγμές που το χαμόγελό σου ξεπερνά κάθε όριο και περιορισμό, για τις στιγμές που περπατάμε χέρι-χέρι και βλέπω την περηφάνια στο βλέμμα σου, που η διεκδίκησή σου δεν ήταν μόνο τις πρώτες μέρες, αλλά μετά από ένα χρόνο συνεχίζει να παραμένει η ίδια για να με κρατήσεις στη ζωή σου.
Καμία απόσταση δε θα με έκανε να χάσω τα συναισθήματά μου προς εσένα, κανένας τσακωμός δε θα με έκανε να σκεφτώ την αυριανή μέρα να ξεκινάει χωρίς την καλημέρα σου. Καμία έντονη συζήτηση δε θα με σταματούσε απ’ το να σβήνω τις μέρες απ’ το ημερολόγιό μου για να έρθω να σε βρω. Τα χιλιόμετρα είναι λίγα μπροστά στις επιθυμίες και τα όνειρα που μπορώ να κάνω μαζί σου.
Ο ήλιος κάθε μέρα μας ξημερώνει τόσα πολλά∙ αντοχή, υπομονή και μας ενώνει περισσότερο. Ελπίζω αν κάποτε στη ζωή σου αμφιβάλλεις, να ξέρεις ότι αγαπήθηκες πολύ, έκανες έναν άνθρωπο περήφανο κι αισθάνομαι τυχερή. Στη ζωή μου υπάρχει και το δεξιά και το αριστερά και στις δύο πλευρές είσαι εσύ και μια ευθεία για να περπατάμε και να ξεπερνάμε τα εμπόδια.
Και πίστεψέ με, δε θα άφηνα άνθρωπο να σε στεναχωρήσει, όπως βλέπεις. Δε θα σου πω όπως άλλοι «μαζί όσο κρατήσει», θα σου πω πως θέλω θα προσπαθήσω κι είναι η μεγαλύτερή μου επιθυμία να γίνει αυτό, όπως σου αποδεικνύω κάθε μέρα.
Έτσι, εγώ θα αφήσω την αγκαλιά μου να σε ζεστάνει, την αγάπη μου για να μην πονάς, το χέρι μου να στηρίζεσαι και τα δικά μου πόδια να στέκεσαι στις δυσκολίες. Θα σου αφήσω εμένα! Γι’ αυτό από εδώ και πέρα ποτέ δε θα ‘σαι μόνος. Εσύ, τώρα, κατάλαβες, αγάπη μου;