Γράφει η Κατερίνα.
Απόψε δεν κοιμάμαι· ξεσπάει ο νους μου. Ξαγρυπνώ για όσα δεν έχω μιλιά να πω. Για όσα θα ήθελα, να φωνάξω. Μα ακόμη κι όταν προσπαθώ, έρχεται πίσω ένας αντίλαλος που κουφαίνει το δωμάτιο.
Η χειρότερη, ίσως και καλύτερη, τιμωρία είναι που ποτέ οι άνθρωποι δε θα καταλαβαίνουμε ο ένα τον άλλον. Όχι γιατί δε θέλουμε, αλλά γιατί δεν είναι εφικτό να μπούμε ο ένας στο μυαλό του άλλου, πόσο μάλλον να αφουγκραστούμε επακριβώς τα βιώματα ο ένας του άλλου. Πασχίζουμε να εξηγήσουμε τι είναι εκείνο το οποίο μάς βασανίζει, μάταια. Μάς κοιτούν με πάθος και συμπόνια, έχουν την ανάγκη να μάς κατανοήσουν και να μάς βοηθήσουν, αλλά δεν μπορούν. Μοιραζόμαστε συμβουλές, παρατηρούμε το θέμα από όλες τις οπτικές γωνίες, αλλά καταλήγουμε στο συμπέρασμα: «δε θέλω να σε βλέπω έτσι, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι».
Πόσες φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτό το «κάτι» που θα μπορούσε να κάνει ο άλλος και να μάς γιατρέψει. Ρεαλιστικά τίποτα δεν έχει την ικανότητα και δυνατότητα να κάνει, πέρα από το να μας κρατάει συντροφιά, να μάς παρηγορεί και να μας λέει πως «όλα θα πάνε καλά». Όλα πάνε, ε; Όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται, για εμένα αυτό το «κάτι» σημαίνει πως όταν λέω σε κάποιον «δε θέλω», απαιτώ να σέβεται και να παίρνει το μέρος μου. Οι άνθρωποι όταν στεκόμαστε στην απ’ έξω είμαστε αντικειμενικοί, δίκαιοι και λογικοί. Όταν μάς πνίγει το συναίσθημα γινόμαστε κτητικοί, εγωιστές, αλαζόνες. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Να γίνουν όπως θέλουμε εμείς. Αυτό το σκεπτικό ωστόσο, κυριαρχεί στο μυαλό μας. Με κανέναν δεν το μοιραζόμαστε, γιατί δεν τολμάμε να φανούμε τόσο εγωιστές μπροστά στην οικογένεια, στους φίλους και τους συντρόφους μας. Με λίγα λόγια δε θέλουμε να βγούμε οι κακοί της υπόθεσης.
Θεωρώ πως η ηθική είναι εκείνη που βαστάει τα ηνία, ώστε να μην ξεφύγουμε, να μην φερθούμε αλλοπρόσαλλα και φύγουν όλοι από κοντά μας. Παθαίνουμε και μαθαίνουμε. Δεχόμαστε κι αποδεχόμαστε. Κλείνουμε την πόρτα και προχωράμε. Μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο στάδιο όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο λόγος που δυσκολευόμαστε να δώσουμε τέλος σε καταστάσεις δεν είναι το ίδιο το τέλος, αλλά ό,τι επακολουθεί. Οι φωνές που σχολιάζουν, η κακεντρέχεια. Ο αγώνας να βγεις ζωντανός μέσα από όλο αυτό το χάος, που σε κυβερνούσε τόσο καιρό. Που ήσουν και είσαι η μαριονέτα των ίδιων των ανασφαλειών, των δικών σου και των άλλων. Ξαφνικά όλα μέσα σου καταρρέουν. Αρχίζεις να αμφισβητείς την ίδια σου την ύπαρξη, την ύπαρξη εκείνων που πίστευες πως θα είναι στο πλάι σου. Παντού προσδοκίες κι απαιτήσεις.
Είναι τίμιο εκ μέρους φίλων και συνανθρώπων να θέλουν να μας διαφωτίσουν με την εμπειρία τους, τα δικά τους μαθήματα, να μεταλαμπαδεύσουν την γνώση τους και να μας βοηθήσουν ως διακεκριμένοι ψυχολόγοι, άνευ πτυχίου! Πάντοτε είμαστε επιστήμονες μπρος στα προβλήματα των άλλων, αλλά βρεφονηπιακός σταθμός όταν έχουμε να κάνουμε με δικά μας θέματα. Η στάση τους όμως, χρήζεται πολύτιμη, ανεκτίμητη, «ηρεμιστικό» στα χαοτικά βράδια μας, δώρο του σύμπαντος μπροστά στην ταπεινή μας ύπαρξη. Μια κατάσταση αναλύεται από τον καθένα μας τελείως διαφορετικά. Αναλόγως τα ερεθίσματα, την επιρροή, τη σχέση, τα συναισθήματα. Κι όσο και να θέλουμε να επηρεάσουμε κάποιον – με βάση το εγωιστικό μας μυαλό – δεν γίνεται.
Σαφώς υπάρχουν εκείνοι, που σε καταλαβαίνουν λίγο παραπάνω, γιατί έχουν περάσει παρόμοια φάση με εσένα. Συμμερίζονται τα άγχη σου. Σε νιώθουν. Σε καταλαβαίνουν. Δε σε παρεξηγούν. Σε δικαιολογούν. Είναι εκεί, όσο δε θα υπάρξει ποτέ και κανένας άλλος. Δίχως αυτούς, βρίσκεσαι σε ένα μονοπάτι αδιέξοδης αυτοκριτικής, παραφροσύνης και επαναλαμβανομένων υποθέσεων, που σε ξεκουφαίνουν. Οι άνθρωποι αυτοί είναι η όασή σου. Η αγκαλιά, που σε προστατεύει και σου επιτρέπει, να κοιμηθείς έστω κι ένα βράδυ ήρεμος.
Απόψε πονάω· για τη φωνή που κανείς δεν ακούει. Για τα δάκρυα που ρέουν προς ένα ταξίδι πανικού. Στενοχωριέμαι που κανείς δε μπορεί να με καταλάβει. Που λόγια ειπώνονται χωρίς να εννοούνται. Υποσχέσεις, που σπάνε. Όρκοι, που γκρεμίζονται. Μια νύχτα, που αναστενάζει. Με εκνευρίζουν καταστάσεις, που δεν είναι στο χέρι μου- και καλά κάνουν και δεν είναι. Με ενοχλεί που δεν μπορώ να ελέγξω τα πάντα, αλλά ευτυχώς που δεν μου το επιτρέπουν.
Θα πονέσει πολύ αυτός ο δρόμος, προς τη λύτρωση. Θα έρθει όμως, και θα χαμογελάω. Θα είμαι χαρούμενη, άνετη, υπέρλαμπρη. Θα είμαι εγώ. Προς το παρόν με ψάχνω. Με αναζητώ. Με κοιτώ στον καθρέφτη και βλέπω κάτι άγνωστο. Απόψε δεν κοιμάμαι, γιατί το είδωλό μου με κοιτάζει επίμονα λέγοντάς μου «ξύπνα από αυτήν την πραγματικότητα που σε πνίγει». Αύριο ίσως.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!