Γράφει η Ελίζα.
Κάθε φορά που ξεκινούσα να γράφω αυτές τις γραμμές σταματούσα διότι ήξερα πως μόλις οι λέξεις αρχίσουν να γεμίζουν αυτή τη σελίδα, θα έχει έρθει κι η ώρα του αποχωρισμού μας. Για σένα ήρθε πολύ πιο νωρίς από εμένα και ακόμη νωρίτερα από τη στιγμή που φεύγω πραγματικά. Δε θα το διαβάσεις ποτέ κι αυτό με ανακουφίζει όσο δε φαντάζεσαι, έτσι κι αλλιώς πάντα τα σιχαινόσουν τα μελό. Πίστευα πως σε είχα αφήσει να μάθεις τα πάντα για μένα όμως τώρα χαίρομαι που αυτό δεν ισχύει. Δε σου είπα ποτέ πόσο μου άρεζε να γεμίζω τετράδια και που ποτέ δε σου έδειξα ούτε μισή σελίδα από αυτά. Ίσως κάτι μέσα μου να ήξερε πως δεν έπρεπε να σε αφήσω να με μάθεις τόσο καλά. Κάποιος, κάτι με προστάτευσε.
Σε ερωτεύτηκα γιατί σου άρεζε να τρέχεις με 150 στο δρόμο ενώ έβρεχε. Γιατί σε χάζευα ενώ κοιμόσουν και σου χάιδευα τα μάγουλα όταν σε έπαιρνε ο ύπνος μετά τη δουλειά. Σ’ ερωτεύτηκα όταν είδα μέσα στα μάτια σου τον Θεό και τον Διάβολο. Σε αγάπησα και για τα δύο. Ακόμα κι όταν παρανοούσες, ακόμα σε ήθελα αγκαλιά κι ας μην ήθελες να ήσουν εκεί. Δεν ήθελα να γίνεις ποτέ κάποιος άλλος από αυτό που ήσουν. Ήρθες έχοντας πάνω σου όλα όσα ήθελα.
Είναι περίεργο το γιατί δε σε μισώ. Ήθελα να είχα τις δυνάμεις να σου έπαιρνα τον πόνο μακριά αλλά αυτό είναι από τα πράγματα που δυστυχώς δε μπορούν να συμβούν όσο κι αν τα θέλουμε. Τουλάχιστον ήσουν σταθερός. Δεν είπες ποτέ πως με αγαπάς και οι πράξεις σου το έδειξαν. Η μέρα που έφυγες με λύτρωσε και μπόρεσα επιτέλους να κοιμηθώ χωρίς να νιώθω ότι δε θα ξυπνήσω.
Αν δεν ήσουν εσύ δε θα είχα γίνει γυναίκα. Όσα έπρεπε να αντιμετωπίσω εξαιτίας σου, με μεγάλωσαν. Με έκανες γυναίκα όταν με έκανες να αγαπήσω τον εαυτό μου περισσότερο από ότι εσένα. Όταν μου έμαθες πως αξίζω με το να μου δείχνεις κάθε μέρα το αντίθετο. Με έκανες γυναίκα όταν με έμαθες πως το σώμα μου είναι ένα έργο τέχνης εκ φύσεως όταν προσπαθούσες να με κάνεις να το αλλάξω για να ταιριάζει σε αυτό που εσύ ήθελες. Μου έμαθες πώς να έχω αυτοπεποίθηση τσακίζοντάς μου κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης που είχα αλλά θέλω να ξέρεις πως για κάθε γραμμάριο που χαλούσες, εγώ έπαιρνα ένα κιλό και το έκανα να είναι τόσο όμορφο. Πως όσο κι αν προσπαθούσες να μου βάλεις φωτιά για να καώ, τελικά η φωτιά ήταν αυτή που με έχτισε, που συντηρεί την ομορφιά μου, που κατοικεί στο βλέμμα μου και με ξυπνάει κάθε μέρα για να πετύχω τους στόχους μου.
Και δεν μου λείπεις πια, ούτε είμαι θυμωμένη. Απλά ζηλεύω. Μου έλεγες πόσο γουστάρεις το θέατρο και πως όλοι σου έλεγαν να ασχοληθείς με αυτό επειδή είσαι τόσο καλός. Γελούσα και συμφωνούσα μα τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσες. Δεν εύχομαι να πονέσεις, εξαιτίας του πόνου έγινες έτσι. Κι ας είσαι ένας παλιός μου γνώριμος και γυρνάς παίζοντας το θύμα. Να ξέρεις πως τα μυστικά σου είναι ασφαλή, δεν τα έχω πει σε κανέναν. Γιατί εγώ εκτίμησα.
Μου έμαθες πως μπορώ να κάνω τα πάντα με τη σωστή αμφισβήτηση. Μου έμαθες πως το χειρότερο ελάττωμά μου να είμαι αντιδραστική τελικά μπορεί να μου βγει και σε καλό αν παίξω τα χαρτιά μου σωστά. Να κάνω αυτό που μου λένε πως δεν μπορώ να κάνω και να το κάνω τόσο καλά που να με ζηλεύουν. Σε αγάπησα περισσότερο όταν έφυγες γιατί τότε ήρθα εγώ στο παιχνίδι. Σε αγάπησα περισσότερο όταν έφυγες γιατί τότε είδα από τι είμαι φτιαγμένη. Δε σε μισώ μάτια μου, σ’ ευχαριστώ και ας μου τα έμαθες όλα με το άγριο, σ’ ευχαριστώ.
Α, και κάτι τελευταίο. Όταν είπες πως δε θέλεις να σε αγαπάω, υπάκουσα. Διότι μεταξύ μας, πιστεύεις όντως πως έχει νόημα να λαμβάνεις μια αγάπη που δε θέλεις; Κανένα, στο λέω εγώ για να μαθαίνεις.