Γράφει ο Αλέξανδρος.

Απόψε θα σου πω μια σκληρή αλήθεια. Ξέρεις, απ’ αυτές που πάντα πίστευες ότι πρέπει να λέγονται, όσο πόνο κι αν προκαλούν. Για να σε δω, λοιπόν, μπορείς να σταθείς στο ύψος των «πιστεύω» σου; Γιατί η συνέχεια, αγάπη μου, θα πονέσει λίγο.

Δε μου λείπει τίποτα από σένα. Ειλικρινά, σπάω το κεφάλι μου για να βρω ένα πράγμα που να κάνει την απουσία σου βαριά, οδυνηρή, αβάσταχτη και δεν μπορώ. Μεγάλη ιδέα είχες για τον εαυτό σου, μου φαίνεται. Και για να μη βιαστείς να με αμφισβητήσεις, θα σου εξηγήσω αμέσως από ποια βασανιστήρια γλίτωσα, όταν πήρα τη γενναία απόφαση να λήξω τη σχέση μας.

Πρώτα απ’ όλα γλίτωσα απ’ αυτές τις ατέλειωτες, αμίλητες βραδιές που ακολουθούσαν τους επίσης ατέλειωτους, αλλά καθόλου αμίλητους καβγάδες μας. Γιατί, όταν άνοιγες το στοματάκι σου, γλυκιά μου, ξέχναγες να το κλείσεις. Και μετά μούτρωνες κιόλας, άμα έχανα μια πρόταση κι έλεγες ότι δε σε προσέχω. Πόσο ν’ αντέξω ο άνθρωπος;

Δε μου λείπουν, λοιπόν, καθόλου, ούτε οι καβγάδες μας – που τους είχες ψωμοτύρι και καυχιόσουν κιόλας, ότι ταράζεις τα νερά κι ανανεώνεις τη σχέση μας, για να μη βαριόμαστε- , ούτε οι φωνές και τα κλάματα, ούτε ο διαγωνισμός που αναδείκνυε νικητή όποιον θα πετούσε τη μεγαλύτερη χοντράδα. Να μου λείπουν, καλή μου. Καλύτερα στο βάλτο μου, που πάντα κορόιδευες και μ’ έλεγες «βατράχι». Θα βρω μια βατραχίνα και θα καλοπεράσουμε.

Ξέρεις τι άλλο δε μου λείπει καθόλου; Το χάος σου. Πιο ανοικοκύρευτο, ανοργάνωτο και τσαπατσούλη άνθρωπο δεν έχω συναντήσει. Τι ήμουν εγώ, κυρία μου, το υπηρετικό προσωπικό σου; Πού ακούστηκε να σε κυνηγάω για τ’ αυτονόητα, λες κι είσαι πέντε χρονών; Μου ήθελες και κατοικίδια μες στην τρέλα σου, που αν δεν ήμουν εγώ θα είχαν πεθάνει ή από ασιτία ή από δίψα.

Άσε και το άλλο. Αυτόν τον παλιμπαιδισμό σου, που μ’ έκανε να νιώθω ότι βγάζω βόλτα την ανιψούλα μου κάθε φορά που πηγαίναμε για ψώνια. Που προσπαθούσα να σε ντύσω άνθρωπο κι αντιδρούσες κι από πάνω. Δεν είναι για την ηλικία σου τα λούτρινα ζωάκια, ρε παιδί μου, έγινες ολόκληρη γαϊδούρα πια, πώς να το κάνουμε;

Τι να σου πρωτοθυμηθώ, δεν ξέρω. Που δυο χρόνια ένα φαγητό της προκοπής δεν είδα απ’ τα χεράκια σου; Που όταν έφτιαχνες γλυκά –μια φορά το χρόνο- άφηνες πίσω σου μια κουζίνα βομβαρδισμένη για να τη μαζέψω εγώ; Που δεν μπορούσα ούτε έναν ύπνο να ευχαριστηθώ, γιατί έτριζες τα δόντια σου ή κολλούσες πάνω μου σαν τη βδέλλα ή έπαιρνες το σεντόνι και τυλιγόσουν σαν τη μούμια του Φαραώ; Που όταν ήθελες κάτι, το απαιτούσες με πείσμα και νεύρα και δεν ηρεμούσες μέχρι να περάσει το δικό σου; Ή που ήθελες να κάνεις 852 πράγματα σε μια μέρα κι έπρεπε να σου κάνω τον σοφέρ;

Γι’ αυτό σου λέω, όσο βαρύ κι αν σου ακούγεται, όσο κι αν σε πληγώνει, δε μου λείπει τίποτα από σένα. Μια χαρά βλέπω και μόνος μου ωραίες ταινίες κι απλώνομαι κιόλας σαν χταπόδι. Βγαίνω βόλτα στο κέντρο της Αθήνας κι απολαμβάνω την ηρεμία μου, δεν έχω κανέναν να με τραβολογάει αριστερά και δεξιά. Τα βράδια, δε, κοιμάμαι πριγκιπικά, κανείς δε μου ζητάει αγκαλιές και χάδια.

Εσύ νόμιζες ότι θα μου λείψεις, ε; Νόμιζες ότι θ’ αδειάσει η ζωή μου χωρίς το γέλιο σου, χωρίς την ενέργειά σου, χωρίς τις συζητήσεις μας. Νόμιζες ότι θα μαραζώσω χωρίς τη μούρλια σου, χωρίς το ανήσυχο πνεύμα σου, χωρίς την αγάπη σου. Έκανες λάθος, κατάλαβες; Είμαι μια χαρά γεμάτος κι ούτε να σε συναντήσω τυχαία δε θέλω. Με κούρασες, πώς αλλιώς να στο πω;

Όχι, αγάπη μου, δε σημαίνει τίποτα το ότι ξενυχτάω γράφοντας για σένα, μη χαίρεσαι. Δε θέλω ούτε καν να σου διαβάσω το κείμενό μου, μόνο αυτό σου λέω. Δεν τη χρειάζομαι πια τη γνώμη σου, να μου λείπει. Να μου λείπει, μ’ ακούς; Ναι. Μου λείπεις. Μ’ ακούς;

Επιμέλεια κειμένου Αλέξανδρου: Ελευθερία Παπασάββα.