Γράφει η Helena.
Ήταν ένα κανονικό βράδυ, σαν όλα τ’ άλλα, τα συνηθισμένα. Είχε μπει για τα καλά ο Σεπτέμβρης κι ο αέρας μύριζε μια μελαγχολία. Η εποχή που όλες οι πληγές ανοίγουν για λίγο, μέχρι να ‘ρθει πάλι το καλοκαίρι και να τις κλείσει η αλμύρα.
Γύρω στις εννέα μαζευτήκαμε σ’ ένα ταβερνάκι, εγώ και δύο φίλοι, είχαμε μέρες να τα πούμε. Το μαγαζί γεμάτο. Φωνές, ποτήρια με κρασί να τσουγκρίζουν κι εμείς να λέμε τα βαρετά νέα της βδομάδας, που συνήθως αφορούσαν χρηματικές συναλλαγές και δικαστηριακές υποθέσεις. Παραγγείλαμε φαγητό, γεμίσαμε το ποτήρια μας κι αφεθήκαμε στην κουβέντα μας.
Λίγο μετά, άλλη μια παρέα μπήκε μέσα και κάθισε δυο τραπέζια παρακάτω. Δεν έδωσα σημασία, συνέχισα να πίνω ήρεμη το ποτό μου. Για μια στιγμή ένιωσα δυο μάτια καρφωμένα πάνω μου. Ήταν η στιγμή που όση ηρεμία κι αν μπόρεσα να μαζέψω με κόπο και να χωρέσω στη ζωή μου χάθηκε με μιας. Δυο γνώριμα μάτια, δυο γνώριμα χείλη κι ένα παρελθόν τόσο βαρύ που κανείς δεν κατάφερε να σηκώσει.
Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στιγμιαία κι ήταν λες και το μυαλό μου πλημμύρισε από εικόνες, φωνές, στιγμές. Είχαν περάσει χρόνια. Τον παρατήρησα για λίγο. Δεν ήτανε πια παιδί. Ίδιο πρόσωπο, λίγο πιο ώριμο, μια μελαγχολία στα μάτια μα το γέλιο του δεν το ’βλεπα. Είχε χαθεί εκείνη η ανεμελιά που θυμόμουνα. Δε χαιρετιστήκαμε, ούτε μιλήσαμε. Κανείς μάλλον απ’ τους δυο μας δεν είχε ούτε το θάρρος ούτε το κουράγιο που χρειαζόταν. Συνεχίσαμε απλά να κοιτιόμαστε βαθιά στα μάτια, λες και προσπαθούσαμε να χορτάσουμε ο ένας την εικόνα του άλλου.
Ξαφνικά θυμήθηκα. Θυμήθηκα γιατί δε βρήκα τις λέξεις να πω ένα «γεια». Φωνές, κλάματα και μια πόρτα να κλείνει. Και μετά ένας όρκος που έλεγε «ποτέ ξανά». Ένας όρκος στον ίδιο μου τον εαυτό ως αντίποινα αυτών που ήθελα να ζήσω μα δε θα τα ζούσα ποτέ μαζί του. Μισή ζωή έζησα μαζί του και την άλλη μου μισή ακόμα δεν κατάφερα να την φτιάξω.
Οι φίλοι μου τον είχαν αναγνωρίσει αλλά κανένας τους δεν έκανε την κίνηση να χαιρετήσει. Τελειώσαμε το φαγητό και τους είπα ότι έπρεπε να φύγω. Έπρεπε, εκεί δεν είχα αέρα να αναπνεύσω. Σηκώθηκα και με γοργό βήμα κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητό μου. Πριν ανοίξω την πόρτα, άκουσα βήματα πίσω μου. Βρέθηκε μπροστά μου. Κοιταχτήκαμε για λίγο και μετά άκουσα μια φωνή να μου λέει: «Σ’ αγαπάω ακόμα. Σαν την πρώτη μέρα, σαν την τελευταία». Δε μίλησα. Μ’ αγκάλιασε και κάπως, χωρίς να καταλάβουμε πώς, αρχίσαμε να κλαίμε. Είχα τόσα πολλά να πω. Ότι τον αγαπάω ακόμα, ότι κοιμάμαι και ξυπνάω με τη σκέψη του, ότι δεν ξέχασα ποτέ, ότι ήταν και θα είναι ο πιο δικός μου άνθρωπος, μέχρι και να τον βρίσω ήθελα γι’ αυτή μας την κατάντια. Τελικά δεν είπα τίποτα.
Τα κράτησα όλα μέσα μου, βουβά, ανείπωτα. Ένα φιλί, ένα «να προσέχεις» και μια πόρτα να κλείνει ξανά. Πάτησα γκάζι κι έφυγα, αφήνοντας τον εκεί, να φωνάζει «μείνε». «Μείνε»∙ μία λέξη σαν σπαραγμός. Ήταν ένα κανονικό βράδυ, σαν όλα τα άλλα, τα συνηθισμένα κι ο αέρας μύριζε μια μελαγχολία, μόνο που δεν ήμουν πια η ίδια.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!