Γράφει η Άννα Χαρίδου.
Δε σου ζήτησα να έρθεις.
Είχα σταματήσει να χρειάζομαι κάποιον, είχα βάλει τη ζωή μου σε τάξη και περνούσα καλά και μόνη μου. Διάβαζα τα βιβλία μου τα βράδια και άκουγα την μουσική που αγαπώ.
Κάθε πανσέληνο έβαζα το μακρύ παλτό μου, έπαιρνα μαζί μου τσιγάρα και μεγάφωνο και άραζα στα σκαλιά της πλατείας. Στις δύσκολες μέρες έβριζα εμένα κι έτρεχα στο σουπερμάρκετ για σοκολάτες. Μιλούσα συνεχώς με τη μάνα μου και τους τρεις χιλιάδες φίλους μου και μου έκαναν παρέα.
Σου λέω, την έβρισκα μιά χαρά. Εσένα δε σε κάλεσα.
Γι’αυτό και το πρώτο βράδυ δεν ηθελα να μείνεις. Πού να μείνεις;
Το κρεβάτι υπέρδιπλο κι ολόδικό μου. Δε μου αρέσει να εισβάλλουν στον χώρο μου. Και τα καλλυντικά στο μπάνιο; Κανείς δεν θέλω να τα βλέπει ασυγύριστα.
Σιγά σιγά τα κατάφερες όμως. Βόλεψες την οδοντόβουρτσα σου δίπλα στη δική μου και άφησες πυτζάμες στο συρτάρι. Και περνούσαν οι μέρες και αφήναμε όλο και περισσότερα. Μικρές δόσεις ευτυχίας ανά τακτά διαστήματα.
Κάθε απόγευμα στις πέντε κι εφτά χτυπούσε η πόρτα και πάντα στις πέντε και δέκα τα ρούχα ήταν ήδη κουλουριασμένα στο πάτωμα. Οι τοίχοι ήταν οι μόνοι που παρακολουθούσαν το όνειρό μας. Οι περαστικοί γελούσαν όταν αποφασίζαμε να βγούμε, αφού σου κρατούσα το χέρι και με τα δύο χέρια γιατί δεν σε ένιωθα αρκετά.
Ο καιρός πέρασε, όλα γύρω τους αλλάζουν αλλά εμείς μένουμε εδώ να ξυπνάμε τα Σάββατα και να καλύπτουμε όσα φιλιά δεν προλάβαμε να δώσουμε τα υπόλοιπα πρωινά της βδομάδας και να συζητάμε ατελείωτα. Δηλαδή στα πόσα χρόνια σταματάμε να έχουμε πράγματα να πούμε;
Αλήθεια ήρθες ακάλεστος. Και εγώ; Δεν διαβάζω πλέον τόσα βιβλία και πάει καιρός να ακούσω την αγαπημένη μου μουσική.
Στις πανσελήνους δεν πάω πλέον στα σκαλάκια, αλλά σε τραβολογάω στο μπαλκόνι.
Τα καλλυντικά μου είναι σε σειρά, για να μένει χώρος να βάλεις τα δικά σου.
Οι σοκολάτες είναι μόνιμα στο τραπέζι και φροντίζεις να τις ανανεώνεις. Δε μιλάω τόσο με την μάνα μου και χάθηκα με τους φίλους μου. Το τραγικότερο από όλα όμως είναι που έχασα εμένα.
Έχασα την αυτοπεποίθηση που κάποτε μου έδινε δύναμη να αντέχω. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στους εφιάλτες που με ξυπνούν τα βράδια, που βλέπω πως σε χάνω. Είμαι πλέον ανήμπορη να λειτουργήσω μακριά σου, τρελαίνομαι αν δεν σε νιώσω, θυσιάζω όσα έχω για την σιγουριά πως θα σε έχω πάντα δίπλα μου.
Όταν λείπεις δεν μου λείπει το σεξ. Μου λείπεις εσύ. Η μυρωδιά σου, τα χέρια σου που με σκεπάζουν. Όταν λείπεις δεν είμαι εγώ. Απλώς κάνω παύση και περιμένω να επιστρέψεις για να ξαναχαμογελάσω. Όσοι με διαβάσουν θα με πουν αξιολύπητη.
Εγώ θα πω οτι δεν αντέχεται η δυστυχία αν συνηθίσεις την ευτυχία.
Χτες μου είπες πως μ’αγαπάς μα δεν μπορεις να με επιστευτείς.
Εσύ που δεν ντραπηκες να έρθεις να μου ενοχλήσεις την ησυχία χωρίς να στο ζητήσω.
Εσύ που πήρες χώρο στο συρτάρι και με κλειδώνεις μέσα όταν έχει πανσέληνο.
Άκου να δεις τι θα κάνουμε αφού δεν σε έπεισα ακόμη να με εμπιστευτείς. Το απόγευμα όταν επιστρέψεις πάρε τα κλειδιά κάτω από το χαλί. Σου αφήνω το σπίτι μου και όλα τα πράγματα. Είναι ό,τι μου έχει μείνει.
Πήρα μόνο το μακρύ παλτό μου, γιατί με ξεγύμνωσες κι έξω κάνει κρύο.