Γράφει η Νάνα.
Ξύπνησα πάλι πρωί χωρίς να το θέλω. Βίαιο ξύπνημα από θορύβους που άκουγα μόνο εγώ. Πριν καν ανοίξω τα μάτια μου, το στομάχι μου είχε γίνει ήδη κόμπος. Η θηλιά στο λαιμό άρχισε ξανά να στενεύει. Τα μάτια μου όμως παρέμειναν στεγνά σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω, ίσως να έχω στερέψει από δάκρυα, μα η ψυχή μου είναι πλημμυρισμένη. Βλέπεις, το άγχος και οι τύψεις πως είμαι λάθος δε με αφήνουν σε ησυχία. Φοβάμαι να ξυπνήσω το πρωί. Φοβάμαι μήπως δεν είμαι τέλεια για σένα. Φοβάμαι μήπως δεν είμαι αρκετή. Θυμάμαι που σε πήρα το πρωί, πάλι, γιατί σε νοιάστηκα, πάλι γιατί ήθελα να σου ανταποδώσω αυτό που θα έκανες. Μα εσύ μου έκλεισες βιαστικά το τηλέφωνό λες κι ήμουν ό,τι πιο ενοχλητικό είχες ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Δεν ξέρω πού είμαι λάθος. Δεν ξέρω τι κάνω λάθος. Προσπαθώ με όλο μου το είναι να είμαι αυτό που εσύ επιθυμείς γιατί αυτό που επιθυμώ εγώ στο παρόν στάδιο δεν μπορώ να γίνω. Και είναι φυλακή όλα γύρω, και τίποτα δεν είναι βάλσαμο. Μοναχά λίγες ώρες κάποια μέρα της βδομάδας με τα φιλαράκια. Μα να ξέρεις, δεν κρατάνε και πολύ. Όσο εσένα σου φαίνεται αιώνας η απουσία μου κάποιο βράδυ, για μένα είναι μερικά λεπτά και φοβάμαι που τελειώνει το βράδυ, φοβάμαι που πρέπει να επιστρέψω και δεν το θέλω το ξημέρωμα γιατί θα πρέπει πάλι να ξυπνήσω και να προσπαθώ για σένα. Δεν ξέρω τι δεν μπορώ να σου εξηγήσω, μα κάθε φορά προσπαθώ όσο περισσότερο μπορώ. Βλέπεις, ο εγωισμός είναι αυτό που επικρατεί συνήθως. Ο εγωισμός δεν αφήνει να χτίσεις γέφυρες ή κι αν χτίζεις θα ‘ρθει κι αυτός με το ξημέρωμα να τα γκρεμίσει πάλι όλα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον λύση. Η μάλλον ξέρω. Λύση σίγουρα υπάρχει. Στη θέληση είναι που τα χαλάμε. Έχω χάσει πλέον το κουράγιο μου και είμαι μόλις 22. Δεν πιστεύω πια στις αλλαγές. Δεν πιστεύω στις προσπάθειες, ούτε τα λόγια τα μπορώ. Ξέρεις κάτι, αυτά στα γράφω γιατί τα έχω χιλιοειπωμένα, μα τίποτα δε μένει. Γι’ αυτό σήμερα το πρωί, μετά που ξέσπασα, μετά που φώναξα, που έκλαψα που πόνεσα, πήρα τη τελευταία μου ανάσα και σου έγραψα. Γιατί, τουλάχιστον, αυτό ίσως σου μείνει .
Το ελπίζω βασικά. Εγώ δε μίλησα, για θαύματα δεν είπα- γι’αυτό σώπασα. Σήμερα το πρωί δεν έβγαλα ούτε λέξη μπροστά σου, μόνο κάτι κραυγές πριν έρθεις. Και κάτι δάκρυα όταν δεν έβλεπες. Α, ναι, και μια ψυχή, όταν εγώ έσκυψα το κεφάλι ενώ το δικό σου ήταν γυρισμένο αλλού. Ξέρεις τι πιστεύω. Ότι η ζωή είναι πολύ όμορφη. Πανέμορφη βασικά. Απλώς, υπάρχουν κάποιοι τυχεροί εκεί έξω που τα καταφέρνουν και τη βλέπουν. Τη βρίσκουν μόνοι τους αυτή την ομορφιά κι αν έχουν καθαρή ψυχή, δείχνουν αυτήν την ομορφιά και σε λίγους ακόμη.
Εγώ δεν τη βρήκα, μαμά. Δεν τα κατάφερα. Προσπαθούσα πάντοτε να βρω κάτι όμορφο να σου δείξω κι ας μην ήταν η ζωή. Ίσως να μην είδες και ποτέ, ή ίσως να είδες και να μην το κράτησες χαραγμένο στο μυαλό σου. Μα θέλω να τη βρω μαμά. Αυτή την όμορφη ζωή που λένε ότι υπάρχει. Την ψάχνω να τη βρω. Δεν είναι όμορφη πάντα εδώ η ζωή, μαμά. Και δε θέλω άλλο να πονάω. Δεν έχω τίποτα λιγότερο από κανέναν. Απλά από κάπου μπάζει η γαλήνη μου και τη χάνω. Σκορπίζεται σίγα-σιγά.
Δε γράφω για έρωτες. Δε γράφω για αγάπες. Γράφω για σχέσεις. Για σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που τους δένει κάτι περισσότερο από μια απλή αγάπη. Μας έδενε κάτι, μαμά. Δεν είναι ψέματα. Εξάλλου η φύση σου το αποδείκνυε για 9 μήνες. Μετά κάπου χάλασε. Μετά κάπου λύθηκε ο κόμπος. Και ξυπνάω σήμερα κι αναρωτιέμαι γιατί. Τόσα χρόνια με άκουγες. Τώρα καιρός να με διαβάσεις. Δεν ξέρω αν θα τα ξαναπούμε, μα το ελπίζω. Απλά όχι κάτω από αυτές τις συνθήκες. Θα πάω για την όμορφη ζωή μαμά. Κι ελπίζω να σε συναντήσω εκεί. Και για όσους μπερδεύτηκαν δεν αναφέρομαι στον θάνατο. Δε θυμάμαι να μιλάει κανείς για όμορφο θάνατο. Για τη ζωή μιλάω. Για τη ζωή που ψάχνω κι εγώ και εσύ. Μη μου τα μπερδεύεις. Πάλι. Καληνύχτα λοιπόν μαμά. Αυτά.