Γράφει η Μελίνα.
Δεν έπρεπε να δειλιάσουμε εκείνη τη νύχτα. Έπρεπε να έρθεις μπροστά μου με τη μηχανή, να με διατάξεις ν’ ανέβω, να μη μου άφηνες άλλη επιλογή.
Θα ήταν αρκετό να νιώσω το σώμα σου κολλημένο στο δικό μου, να σε τυλίξω με τα χέρια μου, ν’ ακουμπήσω το στήθος μου στην πλάτη σου. Κι όταν έβαζες μπρος, τάχα από φόβο, θα σ’ έσφιγγα για να νιώσεις τους παλμούς της καρδιάς μου. Θα έγερνα το κεφάλι μου πάνω σου και θα έκλεινα τα μάτια. Θα ευχόμουν να κρατήσει περισσότερο απ’ τα δέκα λεπτά της διαδρομής.
Στο πρώτο φανάρι, θα κοίταζα στον καθρέφτη αναζητώντας το βλέμμα σου, ελπίζοντας να είναι ήδη εκεί ψάχνοντας το δικό μου. Κι αν συναντιόμασταν; Η κρύα νύχτα δε θα μπορούσε ν’ αγγίξει τα καυτά μας σώματα. Με όση ταχύτητα κι αν έτρεχες, δε θα μπορούσες να τα σβήσεις.
Θα φτάναμε σπίτι μου. Θα μ’ άφηνες, θα μου έλεγες «καληνύχτα» και θα έφευγες. Αν έβγαζες το κράνος κι αν έβρισκα το θάρρος, θα σε φιλούσα για να σ’ ευχαριστήσω. Κάπου στην άκρη των χειλιών. Μέχρι εκεί θα ‘χα το θάρρος.
Έπειτα θα κατέληγα σπίτι μόνη. Θα έκανα ένα καυτό μπάνιο, θα έβαζα το «crazy in love» να παίζει κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Θα ξάπλωνα γυμνή στο κρεβάτι και θα συνέχιζα την ιστορία στο μυαλό μου…
Το κουδούνι χτυπάει. Φτάνεις στο κατώφλι της πόρτας μου. Σου ανοίγω τυλιγμένη με την πετσέτα κι αυτή μου γλιστρά στο πρώτο σου άγγιγμα γύρω απ’ το λαιμό μου. Κι έχω κοκκινίσει που είμαι ακάλυπτη μπροστά σου. Και περιμένω τα χείλη σου στα δικά μου με κομμένη την ανάσα. Περιμένω τη γλώσσα σου να δεθεί με τη δική μου, ενώ με κολλάς στον τοίχο και τα δάχτυλά σου μπλέκονται στα μαλλιά μου. Κι έπειτα κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά. Γλιστρούν απ’ το λαιμό μου στο στήθος. Μου ψιθυρίζεις στ’ αυτί «σε θέλω»! Κι αυτό αρκεί για να φύγουν οι αναστολές μου. Τα χέρια μου χάνονται στα μαλλιά σου. Μου αρέσουν τα μαλλιά σου. Θέλω να παίξω μ’ αυτά, να στα τραβήξω, ενώ σε φιλώ παθιασμένα στο λαιμό.
Νιώθω την παλάμη σου στην κορυφή του κεφαλιού μου να με σπρώχνει να λυγίσω, να γονατίσω μπροστά σου. Σε κοιτάζω και σου χαμογελώ πονηρά δαγκώνοντας τα χείλη μου. Με καρφώνεις με το βλέμμα σου, με πιάνεις απ’ τα μαλλιά και με τραβάς προς εσένα. Μου φωνάζεις «Δε θα σταματάς να με κοιτάζεις!». Κι η ντροπή που νιώθω, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μου, η κυριαρχία σου πάνω μου σε τρελαίνουν ακόμα πιο πολύ!
Ύστερα θα με οδηγούσες μέσα, στην κρεβατοκάμαρα. Θα μ’ έριχνες στο κρεβάτι και θα έσκυβες από πάνω μου. Οι ενοχές θα σε συγκρατούσαν για λίγο κι εγώ θα το καταλάβαινα. Θα φοβόμουν και θα σ’ έπιανα απ’ το λαιμό λέγοντάς σου αναστενάζοντας και με τρεμάμενη φωνή «Σε θέλω! Σε παρακαλώ». Κι η λαχτάρα του απαγορευμένου θα νικούσε κάθε ενδοιασμό μας.
Με μια κίνηση βρίσκεσαι μέσα μου κι εγώ βγάζω μια κραυγή. Πέφτεις πάνω μου και τα σώματά μας εφάπτονται. Τα χέρια σου με περικυκλώνουν κι εγώ κρατιέμαι από αυτά. Με δυσκολία ανασαίνω. Τα μάτια μου αλληθωρίζουν, δεν μπορώ να εστιάσω στα δικά σου. Ζαλίζομαι και παραδίνομαι σε ‘σένα. Εσύ με ορίζεις στο εξής, εσύ με ελέγχεις. Δικιά σου είμαι και τα χέρια σου, ο φράχτης μου. Ένας φράχτης που φιλάω με πάθος, που σφίγγω με τα χέρια μου, που εύχομαι να μείνει εκεί. Εύχομαι να μείνω παγιδευμένη σε ‘σένα που θέλω τόσο! Αναγεννιέμαι στο άγγιγμά σου, στα ζεστά σου χείλη. Και μ’ αναγκάζεις να σε κοιτάξω στα μάτια ενώ ανασαίνεις βαριά στο στόμα μου διαπερνώντας με.
Όταν δυο αναμμένα κεριά είναι κοντά το ένα με το άλλο κι αρχίσουν να λιώνουν, το κομμάτι του ενός ενώνεται με του άλλου. Στο τέλος, τα δυο κεριά είναι ένα και για να τα χωρίσεις πρέπει να τα σπάσεις. Αυτό συνειδητοποιείς μετά την ερωτική πράξη με το απαγορευμένο. Συνειδητοποιείς κάθε φορά ότι πρέπει να είναι η τελευταία, ότι αύριο θα πρέπει να κάνετε σαν να μην έγινε ποτέ.
Ξέρω ότι αύριο θα είσαι πάλι σ’ εκείνην. Ξέρω ότι υπάρχει όριο. Θα σ’ αφήσω να νομίζεις ότι είμαι κι εγώ απ’ αυτές που θέλουν μόνο να περνούν καλά, τις άνετες, τις ασταθείς, που δε δένονται. Θα σε αφήσω να νομίζεις ότι μόνο αυτό ήθελα από ‘σένα. Κι αν το θες, θα το επαναλάβουμε. Μισές μέρες εγώ, μισές εκείνη. Θα είμαι εκεί όποτε θες. Θα ζω για λίγες στιγμές και κάθε φορά που θα την αναφέρεις, θα πονάω! Θα υποφέρω από ζήλεια, αλλά δε θα το μάθεις ποτέ. Θα νομίζεις ότι αδιαφορώ, βλέποντας πόσο άνετα μιλάω για εκείνην.
Οπότε, ίσως εκείνη τη νύχτα έγινε αυτό που έπρεπε. Γυρίσαμε σπίτια μας. Χωριστά. Γιατί αν γινόταν… Θα μπορούσα, ναι, θα μπορούσα εγώ να ερωτευτώ εσένα. Εγώ εσένα!
Θα με προστάτευες απ’ όλα, σαν φράχτης. Δε θα φοβόμουν πια να είμαι ο εαυτός μου. Δε θα φοβόμουν να πω «σ’ αγαπώ» όταν το νιώσω. Δε θα φοβόμουν να σου μιλώ για ώρες για το πώς αισθάνομαι. Δε θα φοβόμουν μη γελάσεις, μη βαρεθείς, μην ξενερώσεις. Θα μου έδινες κι εσύ όλη την υπερβολική αγάπη και τον έρωτα που μπορείς να δώσεις κι εμένα δε με πνίγει! Εγώ τα θέλω, εγώ τα χρειάζομαι για να γεμίσω ξανά αισθήματα που θα τα δώσω όλα σε ‘σένα! Και δε θα ήσουν ποτέ πια μελαγχολικός.
Και μόλις τέλειωσα. Τέλειωσα με τη σκέψη μου σε ό,τι θα μπορούσε να έχει γίνει, στην ευκαιρία που έχασα. Και ξεσπώ σε κλάματα, γιατί δε θα γίνει ποτέ, γιατί προσπαθείς να με απομακρύνεις διακριτικά κι ευγενικά, αλλά ξεκάθαρα. Ακόμα κι έτσι με προστατεύεις απ’ αυτές τις άτιμες τις παρεξηγήσεις! Γιατί θέλουμε να ελπίζουμε, θέλουμε να δίνουμε τις ερμηνείες που θα μας δίνουν κίνητρα να ζούμε. Αν όμως, αποτύχουμε, πάλι; Απογοήτευση.
Κι επειδή αυτά φοβάμαι, απομακρύνομαι από το όνομα που δεν μπορώ να φωνάξω. Φοράω παρωπίδες για να μην παρασυρθώ και δω ό,τι θέλω να δω εκεί που δεν υπάρχει τίποτα ουσιαστικό, τίποτα σταθερό. Είναι το πιο ασφαλές και για τους δυο μας.