Γράφει η Ξένια.
Και να που ήρθαμε πάλι στα ίδια, πάλι στην αρχή. Μ’ εμένα εδώ κι εσένα εκεί. Μ’ εμένα εδώ, στην ησυχία μου κι εσένα εκεί, στη φασαρία σου. Και να που τελικά δεν είναι άσχημη αυτή η ησυχία. Όχι όπως την περίμενα. Η δικιά σου η σιωπή είναι το κύριο στοιχείο της. Η σιωπή κι η απουσία σου.
Ξεχνάς εύκολα μάτια μου. Μπορώ να σε λέω «μάτια μου», έτσι; Ξεχνάς εύκολα και γρήγορα. Κακός συνδυασμός, δε βρίσκεις; Άτιμο πράγμα. Είναι που είπες τόσα, κατάλαβες; Είναι που τα πίστεψα. Είναι που είπα κι εγώ. Είναι πολλά τέλος πάντων.
Αλλά είμαστε οι επιλογές μας, έτσι δε λένε; Λέμε πράγματα και κάνουμε πράγματα. Και μπερδεύουμε και μπερδευόμαστε. Και δεν ξέρουμε τι θέλουμε στην τελική. Και δεν ξέρουμε καν ποιοι είμαστε. Υποσχόμαστε να είμαστε ξεκάθαροι, κυρίως με εμάς. Αλλά λόγια είναι αυτά. Λόγια του αέρα που μπορούμε να τα πάρουμε πίσω ανά πάσα ώρα.
Δεν ήταν και τίποτα σημαντικό, σκεφτόμαστε. Και πώς μπορούμε να το λέμε αυτό, αλήθεια; Να αυτό που μπορούμε και σβήνουμε ανθρώπους ολόκληρους. Σαν να λέμε ότι δεν πληρούσαν τελικά τα κριτήρια. Και τι πάει να πει «τελικά»; Δεν είμαστε αντικείμενα οι άνθρωποι. Δεν πάμε πακέτο με κάρτα αλλαγής.
Είμαστε ελαττωματικοί, ναι. Είμαστε ελαττωματικοί από τη φύση μας. Μπλέκουμε με ανθρώπους εξίσου ελαττωματικούς, μπορεί και περισσότερο από μας. Και φτάνουμε στο σημείο να λέμε ότι ξέρεις κάτι; Δεν τη γουστάρω την ελαττωματικότητα. Θέλω κάτι τέλειο μια φορά. Θέλω κάτι που να πληροί τα δικά μου κριτήρια. Τα δικά μου τουλάχιστον.
Γιατί όλοι την πάρτη τους κοιτάνε. Ο εαυτός τους και τίποτα άλλο. Πώς να είναι καλά αυτοί, πώς να κερδίσουν αυτά που θέλουν και μετά πώς να απομακρυνθούν ησύχως. Τι κι αν φτιάχνουν ανθρώπους κουρέλια; Αυτοί να ‘ναι καλά. Αυτοί να τα έχουν καλά με τα μέσα τους.
Κρίμα. Κρίμα κι άδικο. Να πλησιάζεις ανθρώπους, να τους ανοίγεις την ψυχή σου, να τους δίνεις ελπίδες και μετά να τις παίρνεις πίσω. Γιατί τι ήταν στο κάτω-κάτω; Ήταν τίποτα σημαντικοί; Μπορεί να είχες την εντύπωση ότι ήθελες να παλέψεις γι’ αυτούς. Να μην τους χάσεις, να μη σε χάσουν. Μπορεί να τους νοιαζόσουν όντως για κάποιες μέρες. Και μετά; Την έκανες την έξοδό σου. Με ‘κείνους όμως; Τι γίνεται;
Θα σου πω. Εκείνοι μένουν πίσω, να μετράνε απώλειες. Να μετράνε απουσίες, να βλέπουν τα μείον τους. Και να καταλάβουν στο τέλος ότι μόνο μείον κέρδισαν. Έχασαν πανηγυρικά μπόλικο συναίσθημα, μπόλικο χρόνο, μπόλικο δέσιμο. Και έμειναν εκεί που τους βρήκες. Να κάνουν τον απολογισμό τους και να χτίζουν σιγά-σιγά τα τείχη τους. Αυτή τη φορά όμως πιο ψηλά, πιο δύσκολο να γκρεμιστούν.
Εκείνοι μένουν πίσω να αναρωτιούνται για τα λάθη τους. Να ξέρουν την ελαττωματικότητά τους, αλλά κυρίως να ξέρουν ότι αυτή κρυβόταν πίσω από μια καμουφλαρισμένη τελειότητα. Και αυτό μάλλον ήταν το σφάλμα τους. Ήταν φάουλ βλέπεις που προσπαθούσαν να είναι αυτό που έψαχνες. Και που νόμιζες, για μια στιγμή, ότι το βρήκες.
Κάπως έτσι διαγράφονται οι άνθρωποι. Επειδή απογοητεύτηκαν, επειδή απογοήτευσαν. Σβήνονται ολόκληροι είτε επειδή ήταν πολύ επίπονες οι θύμισες, είτε επειδή ήταν πολύ αδιάφορες οι απώλειες. Έτσι θα διαγραφείς κι εσύ. Μαζί με την ασυμβατότητα και τα ψυχολογικά σου. Μαζί με τα λόγια και τις ματιές. Μαζί με όλα αυτά που κρίθηκαν ακατάλληλα για κάποια σαν κι εμένα. Ή μάλλον που εσύ τα έκρινες ακατάλληλα.
Έτσι κι αλλιώς, εύκολο θα σου ‘ναι να με διαγράψεις κι εσύ με τον ίδιο τρόπο. Γιατί δεν ήμουν και τίποτα σημαντικό, έτσι;