Είναι ο τύπος του ανθρώπου που σιχαίνομαι. Εγωίσταρος, μιλάει μονάχα για τον εαυτό του, την κοπέλα του τη χρησιμοποιεί ως αντικείμενο, δίχως σεβασμό, ένας άνθρωπος που λατρεύεις να μισείς.
Σε κοινή παρέα εδώ και χρόνια, πάντοτε κρατιόμουν να μην τον βρίσω μέσα στα μούτρα του κι μπροστά στους φίλους μας που για έναν παράξενο λόγο έδειχνε να τους σέβεται, να τους εκτιμά, και κυρίως μια λέξη πολύ περίεργη για αυτή την πάστα ανθρώπου- να τους αγαπά.
Εγώ από την άλλη, πάντοτε στο καβούκι μου, μιλάω λίγο κι ακούω πολύ. Έτσι έμαθα από μικρός κι αυτή την προίκα απέκτησα απ’ τους γονείς μου. Μ’ αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους κι όχι να μιλάω γι’ αυτούς. Με μοναδική εξαίρεση τις ώρες που μιλάω με τον εαυτό μου κι αναλύω τα πάντα.
Τον συγκεκριμένο τύπο θυμάμαι πάντα να τον σκέφτομαι και να βράζω μέσα μου. Πάντα θα έφερνα στο μυαλό μου κάποιες απ’ τις μισογυνίστικες ατάκες του, τον τρόπο με τον οποίο θεωρούσε τον εαυτό του ον ανώτερο απ’ τους άλλους, το βλέμμα προς την κοπέλα του που μονάχα έρωτα δε φανέρωνε. Τη χτυπούσε, αυτή τον χώριζε, εκείνος καμούφλαρε το εμετικό του πρόσωπο με λουλούδια, σοκολατάκια και πολλά σκορπισμένα «Σ’ αγαπώ» κι αυτή γυρνούσε πίσω. «Το σκυλάκι μου», την αποκαλούσε.
Πάντα έβγαζε χολή για τους ομοφυλόφιλους κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που στην παρέα γινόταν απεχθής. Τον αγαπούσαν όλοι για τις στιγμές γέλιου στο Πανεπιστήμιο αλλά οι καιροί περνάνε και τα μυαλά δεν αλλάζουν, αλλά γίνονται όλο και πιο χονδροειδή. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη δύναμη της αγάπης ανεξαρτήτως φύλου, γι’ αυτόν οι ομοφυλόφιλοι ήταν ανώμαλοι, άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού. Δε μου προξενούσε εντύπωση, ένας άνθρωπος που δεν έχει γευτεί τον έρωτα, δεν μπορεί να τον καταλάβει σε όλες του τις μορφές.
Μια μέρα είχαμε ένα γιορτινό τραπέζι. Γενέθλια, τούρτες, ποτά και κακό. Αρχίσαμε να μιλάμε για τους έρωτες, είχαν μαζευτεί και πολλοί στην παρέα, 5 τα ζευγαράκια μας κι εγώ ο μπάκουρος στη γωνία να καμαρώνω για όλους και να κρατάω και το φανάρι. Πώς γνωρίστηκαν ο ένας με τον άλλον, το πρώτο ραντεβού, τα πρώτα φιλιά, τα ξέρναγαν όλα. Αποκαλύψεις στο φως. Έως τη στιγμή που εκείνος γύρισε προς εμένα και μου είπε «Μήπως είσαι πουστάρα εσύ και τόσο καιρό δε μας έχεις φέρει κανένα κορίτσι, ρε λεβεντόπαιδο;».
Θόλωσα μα κουβέντα δεν είπα. Βούρκωσα κι έφυγα στην κουζίνα. Περίμενα να έρθει ο καλύτερος μου φίλος να με βρει, να μου πει μια κουβέντα να με ηρεμήσει. Ήθελα να τον σκοτώσω για τον τρόπο που μιλάει για τους ανθρώπους, για τον τρόπο που σκέφτεται, για τον τρόπο που αναπνέει.
Μπήκε μέσα εκείνος. Δε μου ζήτησε συγγνώμη, δε με κοίταξε με οίκτο, για την ακρίβεια δε με κοίταξε καν. Χίμηξε και με φίλησε. Και τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που μισούσε πιο πολύ απ’ όλα. Τη δυσκολία να αγαπήσει τον εαυτό του.