Γράφει η Μαρίνα Ληναίου.

Θυμός.

Κατακόκκινο πανί μπροστά σε ταύρο, αμάξι που σπάσανε τα φρένα.

Απογοήτευση ίσως, καθώς θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα, να ‘χω μάθει πια.

Αγάπη; Δεν ξέρω.

Δεν το ζήτησα άλλωστε ποτέ, το απέφευγα σαν το διάολο, δεν ήθελα να σ’ αγαπήσω, ήταν εμετικό το να μου λείπεις τόσο πολύ.

Δε γούσταρα να σε χρειάζομαι.

Μα τι λέω η ηλίθια, αφού ξέρω και μάλιστα πολύ καλά. Πάντα ήξερα.

Αυτό είναι άλλωστε και το βασικό πρόβλημα, εκτός του ότι έχουν τελειώσει τα τσιγάρα και δεν έχει περίπτερο ανοιχτό.

Ολόκληρη πόλη και είναι λες και βάρεσε άδεια ομαδικά.

Μα εγώ έχω άδειο πακέτο, γεμάτα τασάκια και στο ψυγείο νερό ζεστό.

Έχω τελειώσει, στέρεψα σου είπα σήμερα, κουράστηκα, πάνε πια τρία χρόνια που είμαι βουτηγμένη σ’ αυτή την ιστορία.

Σου είπα σίγουρα; Δε θυμάμαι καθαρά, ίσως είχα πιει.

Δε θυμάμαι καμία δήλωση βαρύγδουπη, δε θυμάμαι καμία κίνηση απεξάρτησης, σπάω το κεφάλι μου να εμφανιστούν τα σημάδια του τέλους.

Δεν έχω κι ένα τσιγάρο για ν’ αντέξω τις μαλακίες που λέω.

Αφού κορίτσι μου το ξέρουμε κι οι δύο, δεν έφυγες ποτέ. Δεν μπορείς, φαίνεται κι ας λες πως έχεις τ’ αρχίδια.

Πρέζα είναι κι εσύ δεν έχεις άλλη φλέβα να κάψεις, δεν το βλέπεις;

Όχι δεν το βλέπω.

Δεν ξέρεις αυτό που λένε, πως δεν  υπάρχει περισσότερο τυφλός άνθρωπος, απ’αυτόν που μπορεί να δει.

Γιατί επιλέγεις να μην το κάνεις. Ν’ ακούς και καλά με την καρδιά, να βλέπεις με τα πόδια, να περπατάς με τα δάχτυλα.

Όλα ανάποδα. Και τολμάς κι αναρωτιέσαι μετά, γιατί τα έχεις κάνει έτσι σκατά.

Εγώ τα είχα κλείσει όλα. Ρολά κατεβασμένα, μυαλά στα κάγκελα, έδιωξα όλους όσους μου έλεγαν ότι άλλαζα, ότι χανόμουν μέσα σου.

Γινόμουν όλα αυτά που κορόιδευα, επιδίωκα μια ζωή που όλα ήταν στο περίπου.

Δεν υπήρχε λάθος, δεν υπήρχε χαμηλότερο σημείο, όλα ήταν μια συνέχεια στα όρια.

Και τώρα δεν μπορώ να με βρω. Δεν με θυμάμαι πριν σε γνωρίσω, δεν ξέρω πως είναι να μη σ’ αγαπάω, να μη σου λέω καλημέρα, να μη θυμώνω που δεν τηλεφώνησες στις δυο το βράδυ.

Δεν θυμάμαι πως ακούγεται η μουσική, χωρίς να έρχεται η φωνή σου στ’ αυτιά μου να τραγουδάει φάλτσα, κοιτώντας με παραπάνω δευτερόλεπτα απ’το κανονικό.

Δεν ξέρω πως είναι να μη σε κατηγορώ που αναπνέεις, να μη ξεσπάω πάνω σου όλα μου τ’ απωθημένα, να μην κατεβάζω το Βόσπορο μαζί σου στο θλιβερό μου σαλόνι.

Κάποτε έγραφα, τώρα γράφω μόνο για σένα.

Για να το δεις, να το διαβάσεις, να εκνευριστείς με μια ατάκα που μου είπες και την έκλεψα.

Τώρα που πασχίζω να το παίξω ηρωίδα και να την κάνω, ποια θα είμαι;

Τι θα λένε τα τραγούδια μου, για ποιες αχνές γραμμές θα ψιθυρίζουν, αφού θα τα’ χει σβήσει όλα η φτήνια του ηρωισμού μου;

Έμαθα να υπάρχω μαζί σου, να καπνίζω την ίδια μάρκα με σένα, να ζω το παράξενο κι ασυνήθιστο σα να ήταν ρουτίνα, να καταστρέφομαι και να γουστάρω.

Να σε διαλύω μ’ ένα μου βλέμμα καθαρής απαξίωσης και μετά να σου ζητάω να μ’ αγκαλιάσεις.

Να ακούω Δεληβοριά με πάθος, ενώ τον σιχαίνομαι.

Έμαθα ν’ αγαπώ το θέατρο, γιατί ήταν η δική σου μεγάλη αγάπη, να σου κρατάω κείμενο και να σε πιέζω να μάθεις τα λόγια σου, να σε χειροκροτάω στην πρώτη σειρά.

Μα το δικό μας το έργο μωρό μου, ήταν μόνο του μια κατηγορία, καλοπαιγμένο, απο κείνα που στο τέλος κλαις. Και τώρα, ήρθε η στιγμή για την υπόκλιση.

Λίγο πριν πέσει η αυλαία, να ζήσουμε για λίγο σαν μικροί, μα και μεγάλοι ηθοποιοί.

Το τέλος μας, αρχή.