Γράφει η Πέννυ.
Ανοίγω το ραδιόφωνο. Μαλάκα, το έχεις στοιχειώσει κι αυτό και μου θυμίζει εσένα. Είναι η μεγάλη αγάπη σου, βλέπεις. Δεν ψάχνω κάτι συγκεκριμένο, απλά πατάω νευρικά το κουμπί και περνάω με μανία τους σταθμούς. Ακούω ένα γνώριμο ήχο «Ποσό σε ήθελα και πόσο εσύ, γιατί;». Και ξαφνικά όλα τα αναπάντητα «γιατί» που είχα κρύψει καλά σκάνε πάλι μπροστά μου.
Γιατί; Εσύ που γέμισες το πρόσωπό μου με τα πιο λαμπρά χαμόγελα και σε λίγο έφυγες κι έφερες το απόλυτο σκοτάδι. Με έκανες να πιστέψω σε κάτι που λίγο αργότερα είπες πως είναι αδύνατον να συμβεί. Γιατί; Με οδήγησες να παλέψω για κάτι που ήξερες από την αρχή ότι ήταν χαμένο, αφού ήξερες πως σε αυτή τη μάχη εσύ θα βγεις νικητής. Γιατί; Μου ξύπνησες τον έρωτα ενώ δεν είχες καμία απολύτως διάθεση να τον ανταποδώσεις. Γιατί;
Κι έμεινα εγώ με μια βαλίτσα γεμάτη συναισθήματα που δεν είχα πουθενά να τα ακουμπήσω. Κι εδώ είναι που κατηγορώ τον εαυτό μου. Τα κλείδωσα λοιπόν βαθιά μέσα μου. Διπλοκλείδωσα την πόρτα της καρδιάς μου να μη φανεί τίποτα, να μην ξεφύγει κανένα συναίσθημα και χαλάσει το ωραίο σου ροζ συννεφάκι. Μη χαλάσει καμία σκηνή απ’ το εργάκι που στήσαμε. Αυτό που για μένα ήσουν πρωταγωνιστής κι εγώ για ‘σένα ένας απλός κομπάρσος. Κι όταν κάποια στιγμή εσύ ζητούσες κάτι, εγώ άνοιγα την καρδιά μου και στο πρόσφερα. Φρέσκο κι ετοιμοπαράδοτο. Και χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή προσδοκία για κάτι περισσότερο.
Τα συναισθήματα αυτά όμως όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωναν και γινόταν θηρία ανήμερα με τα οποία εγώ πάλευα κάθε μέρα. Ένας αέναος πόλεμος ανάμεσα σε λογική και συναίσθημα, μυαλό και καρδιά στον οποίο και τον κόσμο να γυρίσεις ανάποδα, φίλε, πάντα η δεύτερη θα βγαίνει νικήτρια.
Όπως ένα μπαλόνι που αν το φουσκώσεις παραπάνω από όσο αντέχει θα σκάσει. Κι όταν σκάσει κάνει κρότο και φασαρία κι όσο κι αν δε θέλεις να ακούσεις, θα αναγκαστείς να το κάνεις. Έτσι όλα αυτά που είχα μέσα μου ανέβαιναν στο λαιμό μου και με έπνιγαν και δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Κι εσύ αναρωτιόσουν πώς εγώ, μια τόσο ζωντανή κοπέλα, βουλιάζω στη σιωπή. Κι ανέβαιναν στα μάτια και γίνονταν δάκρυα κι απορούσες πώς τα μάτια που συνήθως γελούσαν, τώρα είναι υγρά.
Κι εσύ επέμενες ότι πρέπει να βρω κάποιον άλλο να δώσω όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που έχω μέσα μου. Τι είναι, ρε φίλε, η καρδιά μου; Μαγαζάκι, ξεπουλάμε, πάρε κόσμε; Ό,τι έχω μέσα μου εσύ μου το προκάλεσες, υπάρχει εκεί μέσα κι ανήκει σε ‘σένα. Μόνο για ‘σένα. Δε θα το δώσω σε έναν οποιοδήποτε περαστικό απλά για να το ξεφορτωθώ. Χάνει την αξία του έτσι. Είσαι λάθος, δεν το βλέπεις; Γιατί;
Παίζαμε σε αγώνα άνισο. Νόθεψες τη μοιρασιά και μου έδωσες τα πιο άσχημα φύλλα κρατώντας για ‘σένα τα καλύτερα. Γιατί; Δε στα είπαν καλά όμως! Σημασία έχει να προσπαθείς και να συνεχίζεις με το κεφάλι ψηλά ακόμη και με τα πιο άσχημα φύλλα. Όχι να καυχιέσαι για μια νίκη ή κατάκτηση την οποία έστησες εσύ ο ίδιος.
Οι άνθρωποι δεν είναι τρόπαια να τα κερδίσεις και να τα βάλεις στο ράφι με την υπόλοιπη συλλογή και να τα παρατήσεις εκεί σκονισμένα. Να τα κοιτάς μόνο όταν θέλεις να τονώσεις την αυτοπεποίθησή σου και να καυχιέσαι γι’ αυτά όταν θα τα δείχνεις περήφανος στους γύρω σου. Θέλουν καθημερινή φροντίδα, διεκδίκηση και προσοχή.
Μάθε, αγόρι μου, ότι οι ζωές των ανθρώπων δεν είναι μαγαζάκι που κάποτε πήγαινες και τώρα το βαρέθηκες. Ούτε τραγούδι που σε ενθουσίασε κάποτε και το άκουγες συνέχεια και μετά το ξέχασες! Το παιχνίδι «ξεχνάω-θυμάμαι» πονάει, πληγώνει και δεν παίζεται με ανθρώπινες ψυχές! Εγώ δε σε γνώρισα έτσι. Ποιος είναι αυτός που έχω απέναντι μου; Πού έκρυψες τον παλιό καλό εαυτό σου, αυτόν που εμπιστεύτηκα; Γιατί;
Παρ’ όλα αυτά δεν κρατάω κακία ούτε νιώθω μίσος για ‘σένα, μη φοβάσαι. Λίγο παράπονο μόνο κι αγάπη. Πολλή αγάπη. Θέλω να είσαι καλά αλλά θέλω να είμαι κι εγώ και δυστυχώς πρέπει να συμβιβαστώ με την ιδέα πως αυτά τα δύο δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα διπλά στο άλλο. Στενάχωρο, ε;
Εγώ σε ευχαριστώ γιατί κρατάω τις ευχάριστες αναμνήσεις από ‘σένα και γιατί απ’ όλο αυτό ανακάλυψα όλη τη δύναμη που κρύβω μέσα μου. Η αγάπη που σου χάρισα και δεν τη δέχτηκες ,κάποτε θα μου επιστραφεί διπλή. Μπορεί τώρα να έχω ανάγκη τη δική σου, όμως δε θα συμβαίνει για πάντα αυτό.
Τώρα μπορεί να νομίζεις ότι έχασα τη δική σου στημένη παρτίδα, όμως σε λίγο θα ξεκινήσει μια άλλη στην οποία εγώ θα βγω νικήτρια με τη δική μου μοναδική αξία. Αφήνω όλα τα «γιατί» πίσω , κλείνω το ραδιόφωνο και ξεκινάω να τραγουδάω δυνατά, ο χαμένος τα παίρνει όλα, αγόρι μου!