Με πήγαινες σε μέρη παραλιακά, όμως ούτε που τα θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως εκεί ηρεμούσα. Σε συνδυασμό με εσένα, γαλήνευε η ψυχή μου. Καθόμασταν στο αμάξι, παίζοντας το cd που σου είχα δώσει. «Με τα καράβια που με πήγαινες να δω, ταξίδευα», ο στίχος που μας έδεσε. Κοιτώντας απ’ το παράθυρο, είδα στη θάλασσα πως δεν υπάρχει κανένα καράβι. Σου είπα ότι μπορεί να μην έχει καράβια, αλλά εγώ ταξιδεύω. Κι η αντίδρασή σου εκείνη την στιγμή μου έδωσε ώθηση να σε λατρέψω.
Και τι δε θα ‘δινα να ζήσω ξανά κάποια απ’ όλες τις στιγμές μας. Να με φιλάς και να θέλω κι άλλο. Είμαι ακόμα εθισμένη με σένα. Το άρωμά σου, τα μάτια σου, το χαμόγελό σου, τα μαλλιά σου, τον τρόπο που φιλάς και κάθε λεπτομέρεια που μου άρεσε επάνω σου. Μου αρέσουν επίσης περισσότερο οι ατέλειες σου. Πλέον δεν τις βλέπω καν.
Μία ευκαιρία ήθελα ακόμα. Μία, κι αν μπορέσεις μετά, φύγε. Στον ύπνο μου άλλωστε φεύγεις συχνά. Μέχρι κι εκεί με βασανίζεις. Μας ονειρεύομαι μαζί, μία ζωή που θα ζήλευαν όλοι. Δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί σου ό,τι φαντάστηκα. Τίποτα από όσα ήθελα, δεν έκανα. Δεν μπορώ να βάλω δύο σκέψεις στη σειρά, χωρίς να μπεις εσύ ανάμεσά τους.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μου έχεις λείψει τόσο, όσο δεν μπορεί άνθρωπος να νιώσει. Σκέφτομαι πως θέλω να είσαι καλά, να ντύνεσαι, να τρως καλά, να σε προσέχουν. Να ξέρω πως περνάς ωραία. Πως γελάς και είσαι χαρούμενος. Ε, και λιγάκι να μάθω αν με σκέφτεσαι καθόλου. Δε θα σου ζητήσω τίποτα. Δε θα σου πάρω τίποτα. Θέλω μόνο να έρθει η στιγμή που θα σε δω. Πρατήρησέ με. Θα πιάνω την καρδιά μου. Θα με πιάσει πάλι ταχυκαρδία, το ξέρω! Μα μήνες τώρα περιμένω τη στιγμή αυτή. Να προσέχεις. Θα σε σκέφτομαι. «Κι άλλο».