Γράφει η Μυρτώ.
Μπαίνω στ’ αμάξι και ξεκινάω. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο φανάρι. «Πόσο ανυπόφορη έχει καταντήσει πια αυτή η πόλη;». Στο τέταρτο αποδέχομαι τη μοίρα μου και περιμένω υπομονετικά την πράσινη ένδειξη. Μια μηχανή περνάει ξυστά από δίπλα και παίρνει θέση ακριβώς μπροστά μου. Κι εγώ, αντί ν’ αδιαφορήσω, κολλάω τα μάτια μου επάνω της. Έτσι κάνω πάντα. Με όλες τις μηχανές που θα τύχουν στο δρόμο μου. Ψάχνω στα πρόσωπα των οδηγών να σε βρω. Μόνο που ποτέ δεν είσαι εσύ.
Θυμάμαι ένα βράδυ που είχα γαντζωθεί πάνω σου γιατί φοβόμουν την υπερβολική ταχύτητα. Ή μήπως το έκανα επειδή, κατά βάθος, φοβόμουν εσένα; Έτρεμα στην ιδέα ότι αυτή θα ήταν, ίσως, η τελευταία μας βόλτα, η τελευταία αγκαλιά, η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα. Με είχες συνηθίσει σε κάτι τέτοια. Ερχόσουν όποτε σε βόλευε κι έφευγες, όταν πίστευες ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να πάρεις από ‘μένα. Αχ και να ‘ξερες…
Πάλι σε θυμήθηκα. Κι ας είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην το ξανακάνω. Έχουν περάσει μήνες κι ήλπιζα ότι σιγά-σιγά η ανάμνησή σου θα ξεθώριαζε. Αντ’ αυτού, όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο νοσταλγώ τις στιγμές μας. Κι ας ήταν λιγότερες απ’ όσες θα ήθελα.
Μακάρι να ‘ξερες πώς ένιωσα και νιώθω ακόμη για ‘σένα. Δε στο είπα ποτέ, όχι γιατί δείλιασα, αλλά επειδή δε μου έδωσες το χώρο για κάτι τέτοιο. Σε βόλεψε τόσο πολύ αυτή μου η σιωπή, που την εκμεταλλεύτηκες στο έπακρο. Νόμιζες ότι δεν καταλάβαινα κι έπαιζες ανενόχλητος το παιχνίδι σου. Όμως μια χαρά καταλάβαινα. Και πολύ, μάλιστα. Σε δέχτηκα όπως ακριβώς ήσουν. Έκανα χώρο στη ζωή μου για ‘σένα, βάζοντας στην άκρη εμένα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα μου.
Τις προάλλες συνάντησα τυχαία μια συνάδερφό σου. Την κοίταξα εχθρικά από μακριά, έκανα μεταβολή κι έφυγα. Εκ των υστέρων αναρωτήθηκα γιατί μ’ ενόχλησε τόσο πολύ η παρουσία της. Εύλογη απορία. Η αλήθεια είναι πως ζήλεψα. Πολύ. Όχι επειδή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως κάτι μπορεί να τρέχει μεταξύ σας, αλλά γιατί εκείνη έχει την τύχη να σε βλέπει κάθε μέρα. Να ανταλλάσει μαζί σου κάθε πρωί μια «καλημέρα». Να βρίσκεται στον ίδιο χώρο που βρίσκεσαι κι εσύ. Να γελάει με τ’ αστεία σου. Να σε πειράζει για τα σαρδάμ σου. Να πονοκεφαλιάζει μαζί σου, κάθε φορά που κάτι πάει στραβά.
Μου τη δίνουν όσοι σ’ έχουν κάπως στην καθημερινότητά τους, τους ζηλεύω. Απ’ το γείτονα που θα καλημερίσεις μόλις βγεις απ’ την εξώπορτα, μέχρι τον υπάλληλο που θα σ’ εξυπηρετήσει στο super market. Ζηλεύω, αλλά δεν κάνω πίσω. Δε θα πάρω εκείνο το τηλέφωνο που τόσο με τυραννά τις νύχτες. Δε θα έρθω να σε ψάξω στα γνωστά σου λημέρια κι ας ξέρω πως μάλλον εκεί θα σε βρω. Δε θα ρωτήσω τους γνωστούς μας για ‘σένα. Δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνεις εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Γιατί σε ήθελα δίπλα μου.
Μόλις μου περνάει λίγο η πίκρα, νιώθω τυχερή. Γιατί κατάφερα, έστω και για λίγο, να ζήσω κάτι δυνατό. Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αξιώθηκαν ακόμη να το βιώσουν. Τους το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.
Ο έρωτας είναι παρεξηγημένο συναίσθημα. Μπορεί να σε κάψει, να σε πονέσει, να σε βασανίσει αλύπητα, όμως στο τέλος, όταν καταλαγιάσει η λύπη, σου αφήνει αυτή τη γλυκιά αίσθηση, την αίσθηση ότι τον έζησες. Ότι ήσουν απ’ τους τυχερούς που άγγιξαν για λίγο το όνειρο. Ανεκτίμητες αυτές οι στιγμές, το δώρο του έρωτα σ’ εμάς.
Ξέρω ότι αύριο θα τα σκέφτομαι πάλι όλα ανάποδα. Θα πονάω στην έλλειψή σου, θα καρδιοχτυπώ κάθε φορά που θα συναντώ κάποιο ομοίωμά σου, όμως τελικά θα σ’ ευγνωμονώ για τις στιγμές που ζήσαμε κι έχω να σε θυμάμαι. Αν, λοιπόν, κάποια στιγμή σε συναντούσα πάλι, μόνο αυτό θα ‘θελα να σου πω: «Σ’ ευχαριστώ».