Γράφει η Ταρασία
Δυο ποτήρια ροζέ κρασί. Σηκωμένα στον αέρα κι εμείς οι δυο να κοιταζόμαστε στα μάτια. Εκεί, στο αγαπημένο σου μαγαζί. Στο τελευταίο μας γεύμα. Εσύ γεμάτος ενθουσιασμό να κάνεις σαν παιδί που θέλεις να γνωρίσω και να ζητάς να δοκιμάσω όλες τις αγαπημένες σου γεύσεις. Κι εγώ γεμάτη εικόνες από σένα να συλλέγω λεπτομέρειες για να τις κρατήσω καλά φυλαγμένες.
Στην υγεία μας! Ξέρεις πως το ροζέ είναι το αγαπημένο μου. Δυο παράλληλοι κόσμοι ενώνονται απόψε. Οι δικοί μας. Και το κρασί είναι σαν τα όνειρά μας. Μόνο που αυτά δεν καταφέραμε να τα ενώσουμε. Τα μπερδέψαμε, τα μοιράσαμε. Εσύ ήσουν το κόκκινο, αποφασισμένος, κατασταλαγμένος, είχες αφήσει πίσω τον έρωτά μου και προχώρησες. Κι εγώ το λευκό σαν την ελπίδα, εκείνη που πρόσμενα και ποτέ δεν ήρθε.
Δυο παράλληλοι κόσμοι πίνουν στην τελευταία τους συνάντηση. Και τα βλέμματα χαμηλώνουν. Το δικό της έχει πόνο και απόγνωση, θλίψη και μελαγχολία. Πιάνει τον εαυτό της να προσπαθεί να να βρει λέξεις για να περιγράψει όσα νιώθει. Εκείνος τη νιώθει, καταλαβαίνει τον πόνο της, αλλά δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Δεν έχει τον τρόπο να το κάνει. Πόσο αγαπιούνται!
Αυτούς τους δύο η ζωή τους έφερε κοντά χωρίς να τους δώσει καμιά ευκαιρία. Τους άφησε εκτεθειμένους να τα βγάλουν πέρα με την πραγματικότητα. Τους στέρησε τον χρόνο να το ζήσουν και το δέχτηκαν κι οι δυο. Αν τους ρωτήσεις, θα κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και θα γελάσουν. Εκείνο το γέλιο που κρύβει τη θλίψη του ανεκπλήρωτου.
Είναι τόσο αντιφατικό! Να μη ζουν μαζί και να θέλουν τόσο πολύ να υπάρχει ο ένας στη ζωή του άλλου. «Δε θέλω να σε χάσω», της λέει. «Δε θέλω να σε έχω φίλο μου», του απαντά. Αδιέξοδο… Κι ας ξέρει εκείνη πως από μέσα του εύχεται να αλλάξει αυτή γνώμη. Κι ας ξέρει εκείνος πως για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες τη βλέπει πιο σίγουρη από ποτέ.
Την ταΐζει τις γεύσεις του. Την ντύνει με τα αρώματα από τα πιάτα του. «Φεύγω από τη ζωή σου» του λέει κάποια στιγμή εκείνη. «Δε θέλω, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι», της απαντάει αυτός. Κι εκείνη γίνεται χείμαρρος κι αρχίζει να μιλάει. Χαϊδεύει το ποτήρι με το ροζέ κρασί και παίρνει δύναμη. Δύναμη για τις μέρες που έρχονται χωρίς εκείνον. Ακόμη και θλιμμένος είναι όμορφος. Αυτοί οι δυο δεν ήταν γραφτό να είναι μαζί. Αυτοί οι δύο δε γεννήθηκαν για να είναι χώρια.
Ξέρει πόσο θα του λείψει. Ξέρει πως θα έρθουν νύχτες που όλα θα είναι δύσκολα. Θα είναι αδύναμος, ευάλωτος και ανοχύρωτος. Μπερδεμένος ανάμεσα στις σκέψεις του. Θα κρύβεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Θα κρύβεται απ’ όλα. Και κείνη δε θα είναι εκεί να χαϊδέψει τις σκέψεις του.
Ξέρει πόσο θα της λείψει. Ξέρει πως οι μέρες της θα περνάνε αδιάφορα, θα χαμογελά και θα συνεχίζει στους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας μέχρι την ώρα που θα μένει μόνη της να χάνεται στα γραφόμενά της, γιατί θα είναι το μόνο που θα της έχει απομείνει. Και οι λέξεις της θα γίνονται εικόνες και θα γεμίζουν τα κείμενα της. Εκείνος την ξέρει. Διαβάζει κάθε λέξη της και την ερμηνεύει.
Τελειώνει και το δεύτερο ποτήρι τους. Σε λίγο θα φύγουν. Από κει και ο ένας απ’ τη ζωή του άλλου. Θα φιληθούν σταυρωτά, θα τον ακουμπήσει για να κρατήσει τη ζεστασιά του κι εκείνος θα παρατηρήσει με προσοχή τα μάτια της.
«Να προσέχεις, δε θα είμαι εδώ να σε προσέχω». Κι ίσως το μόνο που θα θέλανε κι οι δυο τους αυτή τη στιγμή, να τους άφηνε η ζωή να απολαύσουν ένα ακόμη ποτήρι ροζέ κρασί.