Γράφει η Μαρία
Στέκομαι πίσω σου και σε κοιτώ που φεύγεις. Που απομακρύνεσαι ολοένα και περισσότερο. Χάνεσαι μέσα στο πλήθος κι η φιγούρα σου γίνεται όλο και πιο μικρή. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως θα γυρίσεις σε μερικά δευτερόλεπτα και θα μου κλείσεις το μάτι, πονηρά και παιχνιδιάρικα όπως έκανες πάντα. Στη σκέψη και μόνο, χαμογελάω αχνά. Μάταια όμως, δε γυρνάς. Συνεχίζεις να περπατάς με εκείνο το ταχύ πάντα βήμα σου και το κεφάλι σκυφτό. Από τύψεις ίσως, ποιος ξέρει.
Και ‘γω παραμένω στο ίδιο ακριβώς σημείο, λες και κάτι περιμένω. Κάτι που ξέρω πως δε θα ‘ρθεί, μα αρνούμαι να το πιστέψω. Δε θέλω. Δεν έχω τη δύναμη να πω στον εαυτό μου πως μέχρι εδώ ήταν, πως τέλειωσε. Τόσο βιαστικά και τόσο άδικα.
Τριγυρνούν τόσα πράγματα, μέσα στο κεφάλι μου, τόσες εικόνες, τόσα μαζί. Τώρα στέκομαι εδώ προσπαθώντας να καταλάβω πού έφταιξα. Έφυγες χωρίς ούτε μια εξήγηση. Μια δικαιολογία, έστω. Ακόμη κι αυτό θα ήταν προτιμότερο. Οτιδήποτε θα ήταν προτιμότερο απ’ αυτή την ξαφνική φυγή σου. Πριν καλά-καλά σε γνωρίσω, πάνω που είχα αρχίσει να σ’ ερωτεύομαι.
Πλέον η φιγούρα σου ίσα που διακρίνεται. Σηκώνομαι στις μύτες για να καταφέρω να σ’ ακολουθήσω λίγο ακόμη με το βλέμμα. Να μη χαθείς απ’ τα μάτια μου. Κι όσο απομακρύνεσαι και μικραίνει η φιγούρα σου, τόσο νιώθω τον κόμπο στο λαιμό μου να μεγαλώνει. Θαρρείς και προσπαθεί να μου κόψει την ανάσα.
Τώρα πια χάθηκες εντελώς από τα μάτια μου, δεν μπορώ να σε διακρίνω πουθενά μέσα στο πλήθος. Τώρα πια όλες οι φιγούρες μου είναι άγνωστες. Καμιά γνώριμη, αγαπημένη φιγούρα. Κι ο κόμπος στο λαιμό ολοένα και μεγαλώνει. Τα άκρα μου έχουν αρχίσει να μουδιάζουν, μα δε με πειράζει. Το μόνο που με πειράζει είναι που έφυγες. Που μ’ άφησες εδώ, μ’ ένα σωρό αγνώστους να περνούν από δίπλα μου, άλλοι να με κοιτούν με οίκτο, άλλοι να με ρωτούν αν είμαι καλά.
Μα δεν μπορώ ν’ ακούσω κανέναν. Λες και για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε φτάνουν πια ήχοι στ’ αφτιά μου. Το μόνο που τριγυρνάει στο μυαλό μου είναι οι τελευταίες σου λέξεις.
Κλείνω τα μάτια μου ξανά, γιατί το μόνο που θέλω να βλέπω αυτή τη στιγμή είναι το πρόσωπό σου. Ξαφνικά, νιώθω ένα χέρι ν’ ακουμπάει απαλά στον ώμο μου. Δεν το θέλω, μ’ ανοίγω τα μάτια μου. «Θα βραχείς» ακούω να μου λέει κάποιος με απαλή φωνή. Πόση ώρα έβρεχε άραγε; Μάλλον αρκετή, αν κρίνω από το πόσο βρεγμένο είναι το παλτό μου.
Τον κοιτάω με απορία. Και με λίγη επιφυλακτικότητα, παρόλο που το βλέμμα του είναι τόσο καθαρό. Αλλά γι’ αυτό ευθύνεσαι εσύ. Ξέρω πως δε θα μπορώ πλέον να εμπιστευθώ εύκολα κάποιον. Και πώς να το κάνω άλλωστε;
Χωρίς να το σκεφτώ, στριμώχνω το σώμα μου κάτω από την ομπρέλα του. Γυρνάω ξανά και τον κοιτάζω και δεν ξέρω για ποιο λόγο πρέπει να τον ευχαριστήσω πρώτα. Που μου πρόσφερε την ομπρέλα του ή που με έκανε μέσα σε μια στιγμή, μέσα απ’ αυτό το καθαρό βλέμμα και το ζεστό χαμόγελο να πιστέψω πως τελικά, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Και πως έχουν δίκιο όλοι αυτοί που λένε πως μετά τη βροχή βγαίνει πάντα το ουράνιο τόξο.