Γράφει η Ταρσή.

Πέρασε τόσος καιρός από τότε που έφυγες. Όχι εύκολα, αλλά πέρασε. Στην αρχή, οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Νύχτες και μέρες φαίνονται ίδιες. Μαύρες, άοσμες, άχρωμες. Δεν μπορούσα να καταλάβω τις αλλαγές πάνω μου, καθώς το μυαλό είχε σταματήσει να σκέφτεται. Εκείνους τους λίγους, τους εκλεκτούς που στα δύσκολα φαίνονται, τους έβλεπα πλάι μου με ένα βλέμμα ανησυχίας. «Θα περάσει». «Μην την πιέζετε. Είναι δυνατή, θα συνέλθει». Κάτι φωνές, όσο εγώ ανάμεσα στη λήθη, στις κρίσεις πανικού και στην απόλυτη αδράνεια με το ζόρι έπαιρνα ανάσες.

Τότε ήταν που για πρώτη φορά στη ζωή μου σκέφτηκα πως δε θα τη βγάλω καθαρή. Εγώ, η ατρόμητη, η θρασύς και κάπως αναίσθητη μέχρι τώρα, με τετράγωνη λογική και ένα μυαλό που κλωτσούσε το συναίσθημα ως παράσιτο της μέχρι τότε τακτοποιημένης ζωής μου, έλεγα πως δε θα την παλέψω. Οι μέρες περνούσαν κι ήταν όλες παρόμοιες. Τα ίδια ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου και η άρνησή μου να αλλάξω μέχρι και τα σεντόνια με οδηγούσε σε τέλμα.

Φόρτιζα το τηλέφωνο μόνο για να ξαναδιαβάσω τις συνομιλίες μας. Περνούσα από τον καθρέφτη, έριχνα ένα αδιάφορο απαθές βλέμμα οίκτου και ξανάπεφτα στο κρεβάτι. Δε θυμάμαι αν έκανα σκέψεις, θυμάμαι μόνο πως ένιωθα καλά με όλο αυτό που συνέβαινε και δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα. Εκδίκηση προς τον εαυτό μου; Περίοδος πένθους; Θάνατος των ονείρων μου; Όλα μαζί;

 

 

Το περίεργο ήταν πως ανάμεσα σε όλα αυτά δεν προσπάθησα ούτε μια φορά να επικοινωνήσω μαζί σου. Όχι από θυμό, γιατί το συναίσθημα αυτό είναι το τελευταίο που έρχεται να σου κάνει παρέα σ’ αυτές τις ιστορίες. Όχι από περηφάνεια, γιατί όταν βλέπεις τον εαυτό σου να βουλιάζει, η περηφάνεια έχει ήδη πάει περίπατο. Κατέληξα πως δεν το έκανα, μόνο και μόνο γιατί ήξερα. Ήξερα πως είχες ήδη προχωρήσει και δεν ήθελα την επιβεβαίωση από το στόμα σου. Γιατί η επιβεβαίωση είναι χαστούκι. Όμως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένα δυνατό χαστούκι μπορεί να σε βγάλει από τον λήθαργο.

Μια μέρα, μετά από πολλές ίδιες, άνοιξα τα μάτια μου. Θυμάμαι ήταν Αύγουστος και το δωμάτιο είχε πλημυρίσει από φως. Είχε περάσει σχεδόν μήνας. Δεν έκλεισα τις κουρτίνες. Σηκώθηκα, πήρα τηλέφωνο έναν δικό μου άνθρωπο και του είπα «έλα να με βοηθήσεις να κάνω μπάνιο». Είχα κάνει το πρώτο βήμα. Μικρό, με βοήθεια, αλλά ήταν ένα πρώτο βήμα. Εκείνη τη μέρα πήγα στη θάλασσα. Επέλεξα μια απόμερη παραλία και κολύμπησα αρκετές ώρες. Άφησα το σώμα μου να επιπλέει στην επιφάνεια και άνοιγα τα μάτια κάποιες φορές για να νιώθω τον ήλιο να με τυφλώνει. Γύρισα σπίτι και τις επόμενες μέρες άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Εκεί ήταν που άρχισα να θυμώνω. Πρώτα με μένα και μετά με σένα.

Αν με ρωτήσεις σήμερα, μετά από τόσους μήνες, θα σου πω πως ακόμη δεν έχω καταλάβει πολλά. Αποφάσισα όμως να αποδεχτώ πως το δικό μου συναισθηματικό μεγαλείο ήταν να ζήσω την πτώση μου, όπως έζησα την άνοδο και την πορεία αυτής της σχέσης. Και δε μετάνιωσα ούτε λεπτό. Μη με ρωτήσετε όμως αν θα το ξαναζούσα. Δεν ξέρω. Αν για κάθε τι δυνατό που ζούσαμε, τελειώνοντας κάναμε ταμείο, θα ξόδευα και το τελευταίο μου ευρώ για να κλείσω τον λογαριασμό μου και να μην αφήσω χρωστούμενα σε έναν άνθρωπο που η ζωή τού έκοψε όλες τις παροχές, γιατί δεν ξέρει τι σημαίνει «ξοφλάω».

Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.