Γράφει η Άννα.
Bράδιασε. Ευτυχώς. Η μάσκα έπεσε. Η ζημιά δε θα ’ναι, όμως, μεγάλη. Γιατί είναι νύχτα κι ο κόσμος κοιμάται παρέα με τα όνειρά του. Δε θα της δώσει τη σημασία που έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ όταν η μάσκα πέφτει.
Νύχτωσε κι είναι αυτό βάλσαμο στην ψυχή της που ακόμα μια μέρα –περιμένοντας τις καλύτερες– έδυσε. Η μηχανή του αυτοκινήτου σταμάτησε. Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια που είχαν χωρέσει πολλά γύρευε μανιωδώς τα κλειδιά να μπει σπίτι της επιτέλους. Σε ένα σπίτι που δε θύμιζε και πολύ την παλιά του όψη ούτε και την περασμένη του αύρα.
Ένα ποτήρι νερό θα τη βοηθούσε να συνέλθει απ’ το χάλι της πριν φυλακιστεί στο κουκλόσπιτό της. Εκεί όπου τα όνειρά της ζουν ακόμα. Σε αποχρώσεις του ροζ με χούφτες γκλίτερ ψευδαισθήσεις.
Δεν ξέρει πώς στο καλό πρέπει να νιώθει. Δεν υπάρχουν «πρέπει» στα συναισθήματα. Απλά νιώθεις. Πολύ ή λίγο. Βαθιά η ξυστά. Ένιωθε τόσο πολύ, που παρακαλούσε για μια έστω προσωρινή αναισθησία. Και το ευχήθηκε στ’ αλήθεια. Το κορίτσι κλείδωσε την πόρτα και μαζί τα μυστικά της. Εκεί, σφραγισμένα σε ένα ροζ δωμάτιο όπου υπήρχαν ακόμα θαύματα.
Άκουγε και παρατηρούσε τον κόσμο κατά τη διάρκεια της μέρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν την αγκάλιασε ποτέ ο κόσμος. Βλέπεις, γεννήθηκε με μια ταμπέλα μεγαλύτερη κι απ’ το μπόι της. Μεγάλωσε, βέβαια, μ’ αυτήν κι έμαθε να ζει μαζί της φέρνοντάς τη στα μέτρα της τελικά. Δεν τους έκανε το χατίρι.
Έδωσε πολλές μάχες πολύ πριν αρχίσουν οι σκληρότερες των μαχών που κανείς ποτέ δεν έμαθε. Ψέματα. Ένας, κάποτε, έμαθε. Κι αυτός δε θα την προδώσει, δεν ήταν απ’ τις αγάπες του σωρού. Κι ας μην είναι πια στη ζωή της, ούτε στις επισημάνσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί όπου όλα είναι πλασματικά καλά.
Κι αφού κλείδωσε την πόρτα, έβαλε το κινητό της στο αθόρυβο, να σωπάσει για λίγο ο κόσμος, να μην κάνει κρότο. Δεν της έφταιγε αυτός. Δεν τα είχε βάλει με τη ζωή. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Είχε, όμως, την ενσυναίσθηση να ξέρει πως κανένα μήνυμα και κανένα τηλεφώνημα ή ατάκα του τύπου «ξέρω τι περνάς» δεν μπορεί να τη σώσει.
Είχε πραγματικά μεγαλώσει και τίποτα δεν της προξενούσε πια έκπληξη. Ήταν έτοιμη για όλα. Κι ακριβώς επειδή είχε μεγαλώσει έβαλε τα δύο της πόδια που έτρεμαν να σταθούν με θράσος μπροστά απ’ τον καθρέπτη της μέχρι να σταθεροποιηθούν. Ύστερα την κοίταξε κατάματα. Μεγάλα μάτια που βούρκωναν συχνά σε μια πορεία φτιαγμένη για μεγάλους ήρωες.
Αυτό ήταν τελικά το μάθημα που της είχε προσφέρει η ζωή κοντά στα είκοσι εφτά της χρόνια. Αν δε γίνεις εσύ ήρωας να σε μαζέψεις μην περιμένεις από κανέναν να το κάνει για σένα. Δεν περίμενε από κανέναν άλλο να καταλάβει τον πόνο της. Δεν είχε ούτε προσδοκίες ούτε απαιτήσεις. Ποτέ δε στήριζε τη σωτηρία της ψυχής της σε τρίτους.
Περίμενε κάτι πολύ πιο ουσιώδες και βοηθητικό γι’ αυτήν. Περίμενε την ψυχή της να μεγαλώσει για να μπορέσει να αντέξει κι άλλα. Περίμενε το μυαλό της να κοπάσει. Να κάνει συμφωνία με τους δαίμονές του να την αφήσουν ήσυχη ή τουλάχιστον να της κάνουν μικρότερες επισκέψεις.
Περίμενε απ’ τον εαυτό της να βρει τους κατάλληλους ελιγμούς να γλυτώσει από βέβαιο πνιγμό. Να μη βουλιάξει. Να πάρει το μυαλό της λίγη παράταση ακόμα. Περίμενε από εκείνην κι από κανέναν άλλον. Εκείνη τη νύχτα ήξερε πως έπρεπε να γίνει. Δεν έπαιρνε άλλη αναβολή.
Κι απ’ όλους τους λόγους που θα μπορούσε να τα ’χει όλα παρατήσει, να μην τη νοιάζει, να πάρει μια βαλίτσα όνειρα και να φύγει, να κτίσει άλλη ζωή, επέλεξε να μένει. Βαθιά μέσα της ήξερε πως όλος ο κόσμος της είναι μέσα σ’ αυτό το σπίτι, σε καμιά άλλη άκρη της Γης ή άλλη αγκαλιά. Αποστολή της ήταν να φέρει αυτό το σπίτι ξανά πίσω στις παλιές του δόξες και δε θα σταματούσε αν δεν το κατάφερνε.
Ήξερε πως ήταν η πιο δυνατή απ’ όλους. Για όλους. Κι αφού δεν έβρισκε τη δύναμη που ζητούσε απ’ τους ανθρώπους γύρω της, έγινε η ίδια δύναμη που ανακύκλωνε συνεχώς. «Κι όταν ακόμα νομίζεις πως δεν έχεις άλλη δύναμη, έχεις τόση όση να προχωρήσεις ακόμα λίγο», της είχε πει η μοντέρνα, πνευματική μαμά της, που έφυγε νωρίς, αυτή που της χάρισε και τ’ όνομά της. Άννα. Ένα όνομα που διαβάζεται και παραμένει αλώβητο ακόμα κι όταν έχει τις ανάποδές του.
Η νονά της είχε τελικά δίκιο. Άνθρωποί εδώ κι εκεί της έλεγαν πως είναι η πιο δυνατή που έχουν συναντήσει και πως αντέχει. Αυτή απορούσε. Υπήρχαν, όμως, κάτι μέρες που όντως έβγαιναν αληθινοί αυτοί οι τύποι. Η μαμά της, έλεγε, ότι αξίζει πολλά. Ο πατέρας της ότι νικά βουνά. Και για όλους αυτούς παλεύει ακόμα.
Έσβησε το φως. Δεν περίμενε να κοιμηθεί όπως δεν περίμενε κι από κανένα προϊόν να καλύψει τους μαύρους κύκλους της. Και γενικά δε χρειαζόταν κάλυψη, όποιου είδους. Ήταν πολύ περήφανη για τέτοια. Φορούσε την ψυχή της στο πρόσωπό της ακέραια σαν την αλήθεια της και δεν την ένοιαζε.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι μέχρι οι δαίμονές της να πάνε για ύπνο. Προσπαθούσε να φτιάξει τουλάχιστον την αρχή ενός ονείρου στο μυαλό της. Δε έπιανε πάντα, αλλά δεν τα έβαζε ποτέ κάτω.
Βαθιά μέσα της ήξερε, πέρα από όλα τα άλλα, τα όνειρα αυτά θα τα ζούσε. Ίσως όχι όταν ξημέρωνε η μέρα, ίσως όχι σύντομα. Μα θα τα ζούσε. Και με αυτό το όνειρο των ονείρων την πήρε τελικά ο ύπνος.