Γράφει ο Κωνσταντίνος Α.
Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα 5 το πρωί. Σαν τον Σιδηρόπουλο κι εγώ, με ένα τσιγάρο στο χέρι να προσπαθώ να βρω τρόπους να σε πείσω να γυρίσεις. Έφυγες κι ούτε μια λέξη δε μου είπες ξανά. Χάθηκες μέσα στη σιωπή σου που τόσο πολύ λάτρευες. Εγώ πάλι ήθελα να μιλάς, ήθελα να μου μιλάς για τις σκέψεις και τους φόβους σου, να είμαι αυτός θα δίνει απαντήσεις στα ερωτηματικά σου.
Εσύ πάλι ήσουν ακριβώς το αντίθετο. Ένιωθες απειλή σε κάθε σκέψη σου που σε έπειθα να μου πεις. Ένιωθες εκτεθειμένη απέναντί μου και φοβόσουν πως αν μου ανοιγόσουν, θα γκρεμίζονταν όλες σου οι άμυνες και θα υπέφερες. Υπέφερες μόνο και στη σκέψη ότι μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Δεν είχες κι άδικο βέβαια. Στο τέλος έτσι έγινε. Ή για να είμαι και ειλικρινής πλέον, απ’ την αρχή αυτό συνέβαινε κι εσύ το έμαθες στο τέλος. Μα πόσο μαλάκας ήμουν; Κι όχι μόνο μαζί σου. Ήμουν μαλάκας και με τις προηγούμενες σχέσεις μου, τα ίδια που έκανα και σε σένα και μετά καθόμουν και κλαιγόμουν πως εγώ ήμουν το θύμα.
Εσύ όμως δεν ήσουν σαν τις άλλες. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν τους έμοιαζες. Εσύ ήσουν δυναμική, αποφασιστική και διεκδικούσες αυτό που ήθελες. Όταν έσπασα τις άμυνές σου, ήσουν δική μου και μου το έδειχνες σε κάθε ευκαιρία. Όμως εγώ απαιτούσα κι άλλα. Σε ζήλευα σαν τρελός, ζήλευα το παρελθόν σου κι εκείνον τον συγκεκριμένο που ακόμη λατρεύεις και θέλω να του σπάσω τα μούτρα.
Μου εξηγούσες και δεν καταλάβαινα. Τον λατρεύεις γιατί δε σε πλήγωσε ποτέ, γιατί ήταν πάντα στήριγμα για σένα όσο κι αν είχατε απομακρυνθεί. Ένιωθε τη στεναχώρια σου λες και τα μυαλά σας συνδέονταν. Δεν πρωταγωνιστούσε στη ζωή σου, όμως ήταν εντάξει με αυτό. Τον ένοιαζε να είναι απλά κομμάτι της κι ας μη σε είχε δικιά του ποτέ ξανά.
Πόσο τον μισώ που αισθάνεται έτσι για σένα. Πόσο τον μισώ που δεν είμαι εγώ αυτός ο κάποιος που σε νιώθει. Σε έμαθα τόσο καλά κι εν τέλει τόσο λίγο. Δεν άκουγα ποτέ αυτά που μου έλεγες κι ας με παρακαλούσες να το κάνω. Είχα στο μυαλό μου πως είσαι σαν τις άλλες κι αρά δε χρειαζόταν να αλλάξω τακτική. Κι όμως δεν ήσουν.
Και το νιώθω τώρα αυτό, τώρα που έφυγες και δε μου επιτρέπεις ούτε από μακριά να σ’ αγαπώ. Με διέγραψες ακαριαία απ’ τη ζωή σου χωρίς δεύτερη σκέψη κι η ευθύνη είναι δική μου. Εγώ που σε κεράτωσα, εγώ που σε έκανα να κλαις. Εγώ που ενώ χρειαζόμουν μονάχα εσένα, έψαχνα υποκατάστατα και μείωνα κι εσένα μειώνοντας εμένα.
Ξέρεις όμως κάτι; Σ’ αγάπησα πιο πολύ από κάθε άλλη γυναίκα. Εσύ είσαι η γυναίκα της ζωής μου και δε φοβάμαι πλέον να το παραδεχτώ. Και δεν ξέρω γιατί έπαιξα μαζί σου ενώ ένιωθα τόσα. Δεν ξέρω γιατί σου φέρθηκα έτσι και έδιωξα από κοντά μου τον μοναδικό άνθρωπο που μου χάριζε πληρότητα.
Συγνώμη για όλα. Για κάθε δάκρυ, για κάθε υστερία που εγώ σου προξένησα και για όλες τις φορές που σε έκανα να αισθανθείς δεύτερη. Ήσουν η μία και μοναδική κι άργησα πολύ να το αποδεχτώ.
Αλλά κι εσύ πού έκρυβες τόσο δυναμισμό και τέτοια αξιοπρέπεια; Το ήξερα ότι υπήρχαν μέσα σου, αλλά δεν περίμενα ότι θα τα έβγαζες σε εμένα. Όταν μια μέρα τα έμαθες όλα ξαφνικά και τυχαία, γκρέμισα τον κόσμο σου και το μόνο που έκανες ήταν να χαθείς. Ούτε φωνές, ούτε υστερίες, ούτε κλάματα. Αποχώρησες κυρία και με έκανες να νιώσω τόσο λίγος και μικρός απέναντί σου. Τότε συνήλθα φυσικά, τότε ήταν που συνειδητοποίησα το ρόλο που είχες στη ζωή μου όπως και το πόσο ψεύτικος ήμουν εγώ.
«Βρομάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα» και σε θυμίζουν μέχρι κι οι τοίχοι. Εσύ όμως δε θα γυρίσεις ξανά. Το ξέρω και δε σε αδικώ γι’ αυτό. Εγώ όμως είμαι εδώ μετανιωμένος για όλα και σε ζητάω πίσω. Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να σε κερδίσω ξανά, ό,τι ζητήσεις κι ό,τι απαιτήσεις. Ξέρω πλέον τι χρειάζομαι στη ζωή μου κι αυτό είσαι εσύ και τίποτα άλλο. Εσύ που ούτε το βλέμμα σου πλέον δε γυρίζεις προς το μέρος μου, εσύ που δε μοιάζεις με καμία. Εσύ που ψάχνω παντού τα μάτια σου, αυτά τα γαμημένα τα μάτια σου που μιλούσαν στην ψυχή μου.
Κι όπως τελειώνει ένα ακόμη γράμμα μου για σένα, σε παρακαλώ άσε με να προσπαθήσω ξανά για εμάς, να γίνω ο άνθρωπος που θέλεις να έχεις δίπλα σου. Άσε με να κερδίσω ξανά την εμπιστοσύνη σου και σου υπόσχομαι να μην το μετανιώσεις αυτή τη φορά. Άσε με να σου δείξω πως σε αγαπάω περισσότερο από αυτόν. Σαν χάρη στο ζητώ, παρ’ όλο που δεν μου αξίζει ούτε αυτό.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου: Πωλίνα Πανέρη