Από τη Βάσω.
Θυμάσαι άραγε; Άσε, να σου θυμίσω. Ήταν μια νύχτα του Οκτώβρη. Είχε πολύ κρύο αλλά εγώ δεν κρύωνα ούτε ελάχιστα δίπλα σου. Μόνο που ήσουν πλάι μου και περπατούσαμε, ένιωθα τόση ζεστασιά. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη, όπως τα παιδάκια που σηκώνονται να πουν ποίημα σε σχολική γιορτή. Ένιωθα σαν να σε συναντούσα πρώτη φορά κι ας σε ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δε σε κρατούσα, δε με κρατούσες, ήμασταν όμως τόσο κοντά. Οι καρδιές μας είχαν αγκαλιαστεί πολύ πριν το κάνουμε εμείς. Κι ας αφήναμε στην αρχή κάποια περιττά εκατοστά να μας χωρίζουν.
Δεν έκανες κίνηση να με αγγίξεις. Ήταν σαν να νόμιζες πως δεν έχεις πια το δικαίωμα να το κάνεις. Ήταν σαν να πίστευες πως θα με πληγώσεις. Όμως εμένα μου ήταν τόσο εύκολο να σου πιάσω το χέρι -λες και ήμασταν ακόμα μαζί. Σαν να μη χωρίσαμε ποτέ, ακόμα κι αν πέρασαν χρόνια από τότε που κοιμόμασταν αγκαλιά. Τελικά, όταν βρίσκεις το άλλο σου μισό, ό,τι κι αν μεσολαβήσει μεταξύ σας, οι παλάμες σας θα θυμούνται η μία την άλλη σαν να μη χωρίστηκαν στιγμή.
Αναρωτιέσαι τι θέλω απ’ τη ζωή σου. Δεν ξέρω. Σίγουρα όμως θα ήθελα μια νύχτα μαζί σου, να νιώσω ότι με θέλεις ακόμα. Γιατί εγώ συνεχίζω να σε θέλω με την ίδια ένταση, με την ίδια σιγουριά και το ίδιο πaθος, μωρό μου.
Στα μάτια σου εκείνη τη μέρα είδα πως σ’ είχα πληγώσει. Δεν ξέρω αν οι ερωτευμένοι -ή μάλλον οι τρελαμένοι από έρωτα- έχουμε παραισθήσεις, άλλα εκείνη τη νύχτα μού το είπαν οι χτύποι της καρδιάς σου ότι σε πλήγωσα. Εγώ απλώς προσπαθούσα να σε κάνω όλο και πιο πολύ δικό μου. Οι καταθέσεις ψυχής μου ήταν για να σε «φοβίσω», όχι για να σε πιστέψεις ότι δε μου κάνεις καλό.
Όμως το πρόβλημά μου ήταν ότι δε σε χόρταινα με τίποτα. Φταις εσύ που δεν ήσουν εκεί ή ήσουν και εμένα δε μου έφτανε; Τι γίνεται με τις ώρες που περνάνε τόσο γρήγορα ενώ δε θέλεις να περάσουν; Πίστευα -και ακόμα πιστεύω- ότι δε θα μπορέσω ποτέ να σε χορτάσω. Πάντα θα θέλω παραπάνω. Αλλά για πόσο θα μπορώ να σε έχω, έστω για μια νύχτα;
Εκείνη η νύχτα του Οκτώβρη ήταν μόνο δική μας. Και ας μη κράτησε μια νύχτα…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.