Δεν είχε μάθει ν’ ανοίγεται. Ή μάλλον φοβόταν. Αυτό κατάλαβα εγώ τουλάχιστον από το πρώτο κιόλας μήνυμά του. Είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι που ταρακούνησε τα νερά μου. Όμως συνάμα και κάτι σκοτεινό. Ένα φόβο που δεν τον άφηνε να κοιτάξει μπροστά παρά τον είχε παραλύσει και τον εμπόδιζε απ’ το να προχωρήσει. Φοβόταν μήπως πληγώσει! Πρώτη φορά το συναντούσα αυτό στη ζωή μου. Ένας άνθρωπος που κόντρα στη μιζέρια της εποχής είχε ισοπεδώσει τον εγωισμό του και δε φοβόταν για τη δική του την καρδιά αλλά για την καρδιά αυτού που είχε απέναντί του.
Κι αυτό ήταν που με πείσμωσε και κλείδωσα μαζί του. Όντας πάντα η ευαίσθητη και η πληγωμένη είχα μάθει να είμαι εγώ στο κέντρο της προσοχής. Όμως μαζί του δεν το θέλησα ποτέ αυτό. Το μόνο που ήθελα ήταν να του δείξω πόσα αξίζει και πόσα πράγματα του στερούσε ο φόβος του.
Δεν είχα σκοπό να του μιλήσω για έρωτα στην αρχή. Όχι! Γνώριζα καλά ότι η προηγούμενη τον είχε πληγώσει βαθιά, πως ακόμη και το θίξιμο του συγκεκριμένου θέματος τον πόναγε. Δεν την ανέφερε ποτέ με τ’ όνομά της στις αρχές. «Εκείνη» την προσφωνούσε στις ατελείωτες βραδινές μας συζητήσεις. Και δώσ’ του εγώ να προσπαθώ να τον πείσω ότι η ευθύνη δε βαραίνει μόνο εκείνον και δωσ’ του αυτός να τη φορτώνεται όλη επάνω του. Ίσως και να πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα μ’ έδιωχνε μακριά του. Διόλου απίθανο. Πού να ‘ξερε πως όσο αυτός πείσμωνε άλλο τόσο εγώ τον ερωτευόμουν. Όμως ούτε λέξη γι’ αυτό. Για το εμείς.
Ώσπου ένα βράδυ αυγουστιάτικο, από εκείνα που δε σου αφήνουν περιθώρια για υπεκφυγές, μου τα είπε όλα. Μου μίλησε για εκείνον, γι’ αυτή, για το μαζί τους, για το μακριά της. Και μέσα σε όλα αυτά ούτε μια άσχημη κουβέντα, ούτε καν λίγη κακία για τα τυπικά.
Όμως μέσα σε ‘μένα δύο συναισθήματα ξάφνου φούντωσαν. Το ένα παλιό και ξεχασμένο, θαμμένο στα σκονισμένα σεντούκια της ψυχής μου. Έρωτας με λίγη δόση αγάπης που μέρα με τη μέρα όλο και μεγάλωνε για εκείνον. Κι από την άλλη πλευρά ένα αθεράπευτο μίσος για «εκείνη» που αν και δεν την ήξερα με πόναγε βλέποντάς τον να πονάει. Και εκείνο το βράδυ ήταν που πήρα την απόφαση πως εγώ τον άνθρωπο αυτόν τον θέλω στο πλευρό μου. Ήξερα από την αρχή ότι θα ‘ναι δύσκολο όμως αυτό δε με πτοείσαι. Στην τελική αν δε σε ξεβολεύει και λίγο από τη βολή σου τι νόημα έχει;
Έτσι, λοιπόν, αφού μάζεψα ό,τι είχε απομείνει από το θάρρος μου, του μίλησα. Του είπα πώς νιώθω και ύστερα τον ρώτησα πώς νιώθει κι εκείνος για όλο αυτό. Στην αρχή έμμεσα, όμως καθώς ήταν αναμενόμενο μ’ έβαλε να του θέσω ευθέως την ερώτηση: «Τι νιώθεις για ‘μένα;»
Και μέχρι να πάρω την απάντηση το σώμα μου να ‘χει βαρύνει τουλάχιστον δέκα κιλά κι εγώ να μην μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη. Κι όταν η απάντηση τελικά ήρθε μ’ έπιασε τελείως απροετοίμαστη. Γιατί ενώ περίμενα μία καραμπινάτη μεν δικαιολογημένη δε χυλόπιτα εκείνος μου έδωσε την ευκαιρία που ζητούσα για να του αποδείξω πόσα πράγματα αξίζει.
Κι ας με ήξερε τόσο λίγο κι ας μας χώριζαν χιλιόμετρα όπως και μας χωρίζουν ακόμα. Εκείνος μου έδωσε τα κλειδιά της καρδιάς του και μ’ άφησε να δω όλα όσα καλά έκρυβε και τον πονούσαν. Κι εγώ αγκάλιασα έναν-έναν τους φόβους του και προσεκτικά με την απαιτούμενη πάντα φροντίδα τους πήρα μακριά του. Άλλους τους φορτώθηκα εγώ γιατί κούμπωσαν με τους δικούς μου κι άλλους τους πέταξα μια και καλή στο καλάθι των αχρήστων.
Κι η επιβράβευση μου δεν άργησε να έρθει. Λίγε μέρες μετά μου χάρισε το πρώτο του χαμόγελο. Και τ’ ορκίζομαι σε ό,τι και αν έχω ιερό πως ήταν ότι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου. Δεν ήταν από εκείνα τα χαμόγελα τα τυπικά που σχηματίζεις στο πρόσωπό σου απλά και μόνο για να βγάλεις την υποχρέωση. Ήταν από τα άλλα, τα πιο σπάνια που όταν ο άνθρωπος τα φορέσει είναι ικανός να ξορκίσει καθετί κακό.
Και κάπως έτσι μέρα με τη μέρα, στιγμή τη στιγμή δένομαι όλο και πιο πολύ μαζί του. Κι ας μου λένε όλοι ότι αυτό δε θα κρατήσει. Εγώ κόντρα στην απαισιοδοξία τους τον έχω αγαπήσει και το ‘χω βάλει πια σκοπό να τον κάνω να χαμογελάει όσο πιο συχνά μπορώ.
Γιατί το αξίζει.
Επιμέλεια Κειμένου Αλεξάνδρας Ευθυμίου: Πωλίνα Πανέρη