Γράφει ο Σπύρος Π.
Μπορεί να μην το πιστεύεις πλέον, όμως σ’ αγάπησα βαθιά κι ένα κομμάτι μέσα μου ανήκει ακόμη σε σένα. Μαζί στη δουλειά καθημερινά, πάντα ήσουν η συμπαθέστατη, φωτεινή ύπαρξη στο γραφείο. Χάριζες τη μαγεία στην απλή καθημερινότητά μας κι έφερνες μαζί σου την αισιόδοξη ενέργειά σου. Ο τρόπος που με κοιτούσες κάθε φορά που άφηνες τον καφέ αναστάτωνε τα ήσυχά μου. «Μέτριος για σένα», έλεγες και μου χαμογελούσες.
Πρωτόγνωρα συναισθήματά για μένα. Δε σου κρύβω, μου ήταν δύσκολο. Παντρεμένος με παιδιά εγώ, σε γάμο νεκρό, κι εσύ διαζευγμένη, επίσης με παιδιά. Πώς γίνεται; Δε γίνεται. Ήταν όμως έντονο και το ένστικτο μέσα μου ούρλιαζε. Δεν μπορούσα να το ελέγξω. Το ήξερα, το ένιωθα πως εμείς οι δύο θα μπλέκαμε. Κάθε φορά που με κοιτούσες, βεβαιωνόμουν περισσότερο.
Κι όντως, δεν άργησε και πολύ. Στην αρχή ήταν όλα τόσο μαγικά. Όσο δύσκολο κι αν ήταν, το θέλω μας τα έκανε όλα εύκολα. Στη ζωή μου ήμουν σίγουρος πως είχα τον πλήρη έλεγχο σε όλα, ώσπου ήρθες εσύ κι έκανες την ανατροπή. Είχες τόση δίψα για ζωή, ήσουν τόσο δυναμική, είχες μια απίστευτη επιμονή, με πρόσεχες, με φρόντιζες σαν μικρό παιδί. Κι εγώ είχα ένα διαφορετικό νοιάξιμο για σένα. Πιο παιδικό, πιο αφελές. Δεν ήξερα ποιος είμαι πια. Πέρασαν έτσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Χρόνια τόσο μοναδικά. Είχα πάρει την απόφαση πως θέλω να τα παρατήσω όλα και να ζήσω πλέον δίπλα σου. Ήθελα να είμαστε μαζί, να ξυπνάω και να κοιμάμαι δίπλα σου. Είχα βρει και σπίτι, μόνο που δεν στο είπα ποτέ.
Διότι οι συγκυρίες ήταν όλες εναντίον μας κι όλα ανατράπηκαν μέσα σε έναν μήνα μόνο. Ήταν τότε που πήρα μετάθεση σε μια θέση που ήθελα τόσο καιρό και θα έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό για μερικά χρόνια. Τα παιδιά μου έκλαιγαν και με παρακαλούσαν να μείνω, ο διευθυντής πίεζε, τα χρήματα ήταν πολλά κι η θέση με περίμενε. Έπρεπε να γίνει. Και σαν μην έφταναν τα υπόλοιπα, έρχεται και το χειρότερο, όταν διαπιστώθηκε πως η μητέρα μου είχε καρκίνο. Τα χρήματα πια έπρεπε να βρεθούν. Οι συγκυρίες λοιπόν με έκαναν να πάρω την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Έπρεπε να χωρίσουμε. Δεν μπορούσα να βάλω επιπλέον βάρος στα παιδιά. Από τη μια να είμαι μακριά αλλά και να χωρίσω οριστικά με τη μητέρα τους, κι από την άλλη η γιαγιά τους άρρωστη. Δε γινόταν αυτήν τη στιγμή.
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που σου είπα ότι θα φύγω. Ήταν λες και σου ανακοίνωνα πως σε μισώ. Έτσι με κοίταξες. Δε στα είπα όλα, σκέφτηκα πως θα τα θεωρήσεις δικαιολογίες. Θεώρησα πως θα ήταν πιο εύκολο αν απλώς ήμουν ο κακός της υπόθεσης. Ίσως πάλι αυτός ήταν ο τρόπος μου να τιμωρώ τον εαυτό μου, που δεν έπραξα όπως ένιωθα. Μόνος πια σε μια ξένη χώρα, με το παράθυρό μου να βλέπει έρημο, το πρότζεκτ να πηγαίνει σφαίρα, τη μητέρα μου άρρωστη, τα παιδιά μου να τα βλέπω μόνο μέσα από μια οθόνη και τη γυναίκα μου να κάνει υπομονή, όσο παίζουμε θέατρο. Γιατί ποτέ δε σου είπα πως της το είχα πει, όσο κι αν νόμιζες πως σε κοροϊδεύω.
Κι εγώ, δεν είχα όρεξη, ούτε να φάω, ούτε να μιλήσω κι από την άλλη έπρεπε να φορέσω τη μάσκα του χαμογελαστού μπαμπά κάθε φορά που μιλούσα με τα παιδιά μου και να δείχνω πόσο χαρούμενος είμαι με τη νέα μου δουλειά. Να είμαι ο γενναίος γιος, ο καλός υπεύθυνος, ο σωστός πατέρας, ο μετρημένος συνάδελφος. Πόσα βράδια βασανίστηκα; Ήσουν πάντα στη σκέψη μου, εσύ κι όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε.
Πέρασε ο καιρός, πια και δεν ξέρω γιατί επέλεξα τώρα να τα γράψω. Ίσως απλώς χρειαζόμουν ένα κλείσιμο. Ίσως γιατί νιώθω πως κι εγώ αδικήθηκα και δεν υπήρξε άνθρωπος να με καταλάβει. Ίσως γιατί δε φάνηκες στην κηδεία της μάνας μου, ίσως γιατί δεν απάντησες ποτέ στο μήνυμά μου πως πήρα διαζύγιο. Δεν πειράζει. Εγώ πάντως είμαι εκείνος που όντως τα διέλυσε όλα για σένα. Ίσως όχι νωρίς, ίσως όχι με τον τρόπο που περίμενες. Μα, διάολε, το έκανα.