Aπό τη Μελίνα Λογοθετίδη.
Υπομένω και επιμένω. Δυο λέξεις που μπορεί να σημαίνουν κάτι διαφορετικό για τον καθένα. Αυτά τα δύο ρήματα συνοδεύουν την ύπαρξή μου το τελευταίο διάστημα, από τη στιγμή που κατάφερες να περάσεις την πόρτα μου, να σταθείς για λίγο στο παρόν μου κι έπειτα να μοιάζουν όλα σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Ούτε που μπορούσα να διανοηθώ πως μια αθώα γνωριμία θα με έκανε να ακούω ασταμάτητα ένα συγκεκριμένο κομμάτι και να περιμένω κάθε ανατολή και κάθε δύση ένα μήνυμα στο κινητό. Δύο μήνες, δύο ολόκληρους μήνες κράτησε η παρουσία σου στην καθημερινότητά μου. Πολλοί θα πουν πως σε τόσο μικρό διάστημα δεν προλαβαίνεις να δεθείς με τον άλλον και δε θα φέρω αντίρρηση, καθένας έχει τη δική του άποψη. Στην περίπτωσή μας όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, πολύ διαφορετικά. Άσε με να το πιστεύω αυτό.
Έκανες την εμφάνισή σου μαζί με τους δαίμονες σου. Στάθηκα με όλη μου τη δύναμη πλάι σου. Προσπάθησα να μην πέσω κι εγώ ψυχολογικά, αλλά να σε βοηθήσω να ξεπεράσεις ό,τι σε παίδευε. Δεν άντεχα να σε βλέπω να πονάς, ήθελα να πάψεις να πολεμάς τον εαυτό σου. Από κάποια στιγμή και μετά βρισκόμουν σε συνεχόμενη μάχη με μένα την ίδια, αφού προσπαθούσα να κρύψω όσα είχαν αρχίσει να δημιουργούνται μέσα μου. Όσα γεννήθηκαν από σένα για σένα. Μόνο έτσι μπορούσα να είμαι κοντά σου, χωρίς να σου φανερώσω τα δικά μου αισθήματα. Τα θέλω σου με τα δικά μου βρίσκονταν απέναντι και δεν υπήρχε γραμμή να τα ενώσει.
Όμως το να κρύβεσαι δε φέρνει και τα πιο ευχάριστα αποτελέσματα. Σε έβλεπα να στέκεσαι σιγά σιγά στα πόδια σου και ήμουν χαρούμενη για σένα. Διέκρινα όμως πως κάτι είχε αλλάξει. Απογοητευόμουν που δεν ήμουν αυτή που θα ‘θελα να είμαι για σένα. Ίσως είχα παρερμηνεύσει τα μηνύματα και τις πράξεις σου. Αλλά κι εσύ όποτε κι αν προσπαθούσα να αποτραβηχτώ, με κρατούσες εκεί. Ήλπιζα ότι κάτι είχε αλλάξει και για σένα, μόνο που αυτή την ελπίδα ήρθες και την έδιωξες αργότερα, χωρίς να σκεφτείς τις παράπλευρες απώλειες των επιλογών σου.
Οι επιλογές μας, οι δικές σου κι οι δικές μου, μας έκαναν αυτό που είμαστε τώρα. Δύο άγνωστοι που γνωρίζουν ο ένας το παρελθόν του άλλου. Όταν εμφανίστηκες ξαφνικά, δεν πίστευα ότι θα μείνεις. Έμεινες και γκρέμισες όλους τους τοίχους ασφαλείας μου. Τώρα, αν με ρωτάς, νιώθω ανήμπορη να τους ξαναφτιάξω. Αγάπησα τον εαυτό μου για αυτό που ήταν μαζί σου. Δε χρειάστηκε να αλλάξω, δε χρειάστηκε να προσποιηθώ. Ήμουν αυτή που είμαι και ήσουν εντάξει με αυτό. Επικοινωνούσαμε και μου ήταν αρκετό. Και τώρα; Τώρα πρέπει να προσποιούμαι πως ό,τι με νοιάζει δεν έχει καμία σχέση με σένα. Να κάνω τάχα πως δε σε θέλω και ότι προχωράμε, πως δεν έγινε και κάτι. Να σε αντικρίζω στα ίδια μέρη και να προσποιούμαι πως δε σε ξέρω, πως σ’ έχω πια ξεχάσει.
Θύμωσα και έκλαψα. Τίποτα δεν έμεινε μέσα μου από θυμό, παρά μόνο η ελπίδα να γυρίσεις. Κι αν όλα φαίνονται ίδια, τίποτα δεν είναι. Σίγουρα εγώ δεν είμαι και φαντάζομαι πως ούτε κι εσύ. Απ’ τη στιγμή που αλλάζεις, αλλάζουν όλα. Τα πράγματα τώρα πια είναι διαφορετικά κι αν δεν είχαμε γνωριστεί ούτε που θα ‘χε γίνει αυτή η αλλαγή.