Γράφει ο Γιάννης Κατάκης.
Πάντα είχες τη μάσκα της ευγενικής, της πρόσχαρης και της «νεράιδας». Της κοπέλας που με τα γλυκά χαρακτηριστικά της δεν πάει το μυαλό σου ότι κρύβει μέσα της δύναμη απίστευτου μεγέθους.
Σε έβλεπα, σε άκουγα κι όσο κι αν ταίριαζαν κάποια καίρια στοιχεία μας κι άρχισα να φλερτάρω στην ιδέα ότι «απλώς» ταιριάζουμε λίγο παραπάνω απ’ τους άλλους, τόσο άρχισα να βλέπω το φόβο που έκρυβες πίσω απ’ τις αγκαλιές μας.
Χέστηκα για τα φιλιά και τις ελάχιστες κάβλες που αλληλοχαρίσαμε. Χέστηκα για τις κουβέντες και τα ξημερωβραδιάσματα που ζήσαμε παρέα –δυο κοντά μήνες– που ήταν άξια για να λέω πως είσαι ξεχωριστή σε μια θάλασσα από γυναίκες εκεί έξω.
Είχες τα κολλήματά σου σαν άνθρωπος κι εγώ τα δέχτηκα. Είπα «ναι» στο ότι είσαι πληγωμένη και δεν ανοίγεσαι εύκολα. Είπα «ναι» στο ότι με έψαξες και ότι χαίρομαι όταν γνωρίζω ανθρώπους που διεκδικούνε όσα θέλουν. Είπα «ναι» σε κάθε μικρή και μεγάλη σου ανασφάλεια γιατί ήξερα ότι δεν μπορείς να μου τις μεταφέρεις λες κι είναι ασθένειες. Ήμουν τόσο σίγουρος γι’ εμένα.
Βλέπεις τελευταία δεν ήξερα ποιος είμαι και τι θέλω. Άσχετα αν αυτό έδιωξε μακριά μου ανθρώπους, άσχετα αν με άφησαν και πάλι μονάχο. Έμαθα στη μοναξιά και συμφιλιώθηκα μαζί της. Μου έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου ακόμα και αν πονώ. Ακόμα και όταν χάνω κάτι, που μη γνωρίζοντας αν άξιζε, παρ’ όλα αυτά πονώ. Είμαι ακόμα τόσο σίγουρος γι’ εμένα.
Είμαι σίγουρος ότι φταίμε κι οι δυο. Πως μόνος του κάνεις δεν καβγαδίζει. Πως μόνος του κανείς δεν μπαίνει σε μπερδέματα. Φταίω επειδή φοβήθηκα ότι μπορεί να αλλάξει η ζωή μου. Ότι θα διαλέξω ένα δρόμο που έχω περπατήσει ελάχιστα και δε γνωρίζω τι θα βρω εκεί. Πως ίσως πληγωθώ αν ρίξω τις ασπίδες μου.
Όμως άρχισα να βλέπω τις δικές σου πράξεις πιο ψυχρά. Πιο ψύχραιμα και καθαρά. Είδα την αντίδρασή σου όταν σου είπα «όχι» σε μια σχέση που ακόμα δεν απέδειξε κανείς μας πως αξίζει. Είδα το φόβο σου να πέσεις με τα μούτρα σε κάτι άγνωστο.
Έφυγες κι εκεί κατάλαβα πως ήμασταν το ίδιο ανένδοτοι σε όσα θέλουμε.
Κι έτσι ήρθα από πίσω σου με σπασμένες πανοπλίες και σου είπα πως δε με νοιάζουν άλλο όσα παλιά ζητούσα. Σου εκμυστηρεύτηκα πως κι εγώ θέλω κάτι να λέω δικό μου εκεί έξω. Έκανα πίσω ένα βήμα και περίμενα να κανείς εσύ ένα μπροστά. Να μ’ ακολουθήσεις σε ένα χορό δυο φοβισμένων κι άπειρων χορευτών. Να το ζήσουμε, όσο κι αν ήταν αυτό, μαζί. Κι όπου μας βγάλει.
Όμως μου γύρισες την πλάτη για δεύτερη φορά. Δεν αντέχεις μου είπες να είσαι στο αβέβαιο. Πως ξενέρωσες με αυτό που ήμουν, αυτό που σε τράβηξε πάνω μου εξ’ αρχής. Αδιαφόρησες για όσα σου είπα όταν γύρισα κι επέλεξες να κρατήσεις το θυμό σου αγκαλιά. Αυτόν που κρύβει φόβο από μέσα. Τόσο φόβο κι ένα μεγάλο «δεν αξίζω».
Εγώ λοιπόν, επειδή αξίζω, δεν αφήνω άλλο τον φόβο να με καθορίσει. Τον ξεπερνάω με τον δικό μου τρόπο, κάθε μέρα κι από λίγο.
Εσύ μου έδωσες το χέρι σου κι όταν ένιωσα ότι μπορώ το πήρα για να με κρατήσει. Να δοκιμάσω κάτι που, αν μου το ‘λεγαν παλιά, θα έβαζα τα γέλια κι ίσως να πνιγόμουν. Να αποδείξω σ’ εμένα τον ίδιο ότι δε θα κωλώσω όταν ο άλλος με εμπνέει. Τα κατάφερα ρε, ορίστε.
Εσύ ήσουν που δεν άντεξες. Εσύ ήσουν που γέμισες ξανά με ανασφάλειες ακόμα κι όταν σου είπα πως εσένα θέλω κι όχι άλλες, ούτε Μαρίες, ούτε Ευλαμπίες. Γα ‘σένα είναι τελικά σημαντικότερο το σώμα απ’ την ψυχή κι ας με κατηγορούσες πως γουστάρω αρπαχτές. Με τις πράξεις σου μου απέδειξες το ποσό σίγουρος έπρεπε να είμαι για όσα θεωρούσα τελικά. Για το πόσο ανίδεοι είμαστε όλοι σε ό,τι συμβαίνει στις ψυχές μας.
Μην κοιτάς το θυμωμένο μου γραπτό. Δεν είμαι τόσο βλάκας για να ελπίζω σε ένα θέμα που έχει κλείσει οριστικά. Απλά γαμώτο σου, λυπάμαι που όταν θα μετράω τους ανθρώπους στη ζωή μου, εσύ θα είσαι απούσα… Αυτό, το είπα.
Και κάτι τελευταίο. Δε μετάνιωσα για όσα είπα, σκέφτηκα ή έκανα για ‘σένα. Απλώς να ξέρεις πως ακόμα μαθαίνω. Το ότι η ζωή κι οι προσδοκίες μου θα παραμείνουν ίδια. Ότι θα μου συμβεί κάτι καλύτερο. Πως οτιδήποτε δε συμβαίνει είναι για καλό.
Ακόμα μαθαίνω την αξιοπρέπεια. Αυτήν που θέλω, την ουσιαστική. Εκείνη που δε χρειάζεται λογάκια της εμπάθειας, για να σε κάνουν να πονέσεις. Όχι, δεν είναι σκοπός μου να πονέσεις πια.
Την άλλη εννοώ. Αυτή που μετράει στην ψυχή μου κι ακόμα κι αν στην αρχή πονάει, κάπου εκεί μέσα μου ξανά, νιώθω ότι είναι κι η σωστή. Εκείνη που εκφράζεται απλά, με ένα χαμόγελο και τίποτα άλλο.
Το δικό μου χαμόγελο. Ξέρεις.