Είναι μεσάνυχτα, η ώρα δώδεκα και κάτι κι εγώ γράφω για σένα. Σου γράφω απόψε εδώ, γιατί δεν μπορούσα να σου γράψω κάπου αλλού. Τα πάντα ήταν χιλιοσφραγισμένα μην περάσει καμιά λέξη και μας φέρει μπροστά στο δράμα μας. Ταυτόχρονα, έψαχνα τρόπους για να σε πείσω να μείνεις, ενώ σε είχα ήδη διώξει, κι εσύ έψαχνες τρόπους για να φύγεις και να μη δω πως ήρθες.
Απόψε, εκ των πραγμάτων δε θα μπορούσε να ξεφύγει καμία λέξη. Εσύ είχες κρυφτεί καλά κι εγώ είχα σβήσει ό,τι υπήρχε στην οθόνη του κινητού μου, μέσα από το οποίο κάτι ίσως μπορούσα να σου πω. Είναι ακόμα μια νύχτα που γράφω για σένα, που γράφω για μας, αλλά όχι σε σένα. Περάσανε έξι μήνες. Περάσανε δύο χρόνια κι έπειτα, άλλοι έξι μήνες. Δεν ξέρω πόσος ακόμα χρόνος θα χαθεί σε λάθος κινήσεις. Δεν ξέρω γιατί το απλό πάντα πρέπει να είναι τόσο δύσκολο ή αν είναι πράγματι τόσο δύσκολο, μιας και τα απλά είναι υποθέσεις φθηνών ερώτων.
Μέσα στο χάος του μυαλού μου, μέρες τώρα προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, -την ώρα που μπορεί να μη συνέβαινε και τίποτα- αλλά να ζούσα μέσα σε σκιές και σε ψευδαισθήσεις που θόλωναν κάθε κρίση μου και με έμπλεκαν σε ταξίδια που δεν ήξερα αν ήθελα να κάνω. Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα, απόψε, ήταν ότι πονούσα. Γι’ ακόμα μια φορά, συνέβαινε αυτό που δεν έπρεπε να συμβαίνει στην αγάπη, μα εγώ ήμουν βέβαιη πως από αγάπη πονούσα. Κι αυτή ήταν ίσως και από τις λίγες περιπτώσεις που η λύση του πόνου δεν ήταν το «χώρια» αλλά το «μαζί». Γιατί αυτή τη στιγμή, εμείς διαλύαμε μια αγάπη πείθοντας τους εαυτούς μας πως θα είναι πιο εύκολο να κρατήσουμε τις αποστάσεις, παρ’ όλο που δεν υπήρχαν πια καθόλου έξυπνοι λόγοι για να το κάνουμε.
Δεν υπήρχαν ούτε και τέρατα να μας φοβίσουν, ούτε και άνθρωποι που θα μπορούσαν να μας σταματήσουν. Υπήρχαμε μόνο εμείς κι ένας προορισμός γύρω από τον οποίο κάναμε κύκλους, απόπειρες και λάθη ψάχνοντας τον τρόπο να φτάσουμε σ’ αυτόν. Ίσως αυτό που οδηγούσε σε λάθη ήταν ο φόβος ή η λαχτάρα. Ίσως ήταν και λίγο απ’ όλα.
Τέτοια σκεφτόμουν σε μια προσπάθεια να γαληνέψω και να μη με νικήσει η ταχυπαλμία μου. Να εμπιστευτώ τη ζωή και τον δρόμο που τώρα μου χαράζει γιατί αυτή ξέρει καλύτερα από μένα για μένα. Μα δε θέλει και πολύ για να σε πάρει η κάτω βόλτα. Μια ανάμνηση, μια λέξη, μια σκέψη, μια ψευδαίσθηση. Ένα τρελό κοκτέιλ ψυχωτικών καταστάσεων ανακατεμένο με μια έξτρα δόση έρωτα και λίγα φυλλαράκια από δυόσμο. Το πίνεις και είναι σαν να κατέβασες πέντε κάβες, μαζί και τον μπάρμαν. Και πόσο θα ‘θελα απόψε εσύ να μου βάλεις το κρασί μου στο ποτήρι.
Απόψε με έπειθα όλη νύχτα, πως θα ‘πρεπε να ‘μαι χαρούμενη που άλλαξα αριθμό, που έσβησα το μισό μενού με τις εφαρμογές από το κινητό μου, που κατάπια κάθε λέξη μου που μπορούσα να σου πω. Απόψε κι αύριο ίσως να είσαι κι εσύ χαρούμενος που θα νομίζεις πως ηρέμησα γιατί δε θα μ’ ακούς, δε θα με διαβάζεις, δε θα ξέρεις τι κάνω. Θα ‘μαι κι εγώ χαρούμενη που θα νομίζω πως ηρέμησες, γιατί αν υπήρχε ένα πράγμα στον κόσμο που με τσάκιζε, ήταν να σκέφτομαι τα μάτια σου χαμηλωμένα. Θα έπρεπε να ήμασταν κι οι δύο ευτυχισμένοι μα ευτυχία θα ‘τάνε η νύχτα που θα μου έλεγες αυτή τη γ@μημένη «καληνύχτα».
Είναι μεσάνυχτα κι απόψε γράφω για ‘μας.