Γράφει η Χ.
Σε θέλω. Δεν έχω άλλες λέξεις να σου δώσω. Δεν έχω άλλες εικόνες να σου φτιάξω. Δεν έχει απομείνει τίποτα. Εγωισμούς και μάχες, όλα τα έχασα μονάχα για σένα. Και κάθε που με έδιωχνες το μόνο που κατάφερνες ήταν να με κρατάς κοντά σου ακόμα περισσότερο.
Λάθος. Αυτό δε μου έλεγες; Πως όλο αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος. Πως δεν υπάρχει «μαζί». Δεν μπορεί να υπάρξει «μαζί». Και κάθε που όλα τα τίναζα στον αέρα για να ‘ρθω να σε βρω, γούσταρες ακόμη περισσότερο την τρέλα μου. Αυτή που ξυπνούσε ό,τι προσπαθούσε να κοιμίσει την επιθυμία μου για ’σένα. Κι επέλεξες να πεθαίνεις για μένα πίσω από ένα κινητό, βρίσκοντας καταφύγιο στην απόσταση που έκτισες για να σωθείς από την αταξία που έφερα στη ζωή σου.
Κάθε που με αρνήθηκες, όσες φορές κι αν μου έκλεισες τις πόρτες, άλλες τόσες στις γκρέμιζα. Και γούσταρες κάθε τοίχο που κατεδάφιζα. Ζωντάνευες κάθε φορά που οι ψυχές μας δεν είχανε άλλες μάσκες για να κρυφτούν. Και τα χρόνια περνούσαν. Αλλά το πάθος δεν περνά. Και σαν τρομαγμένο παιδί κρυβόμουν πίσω από υγρά μάτια που σου φωνάζουν «μείνε» κάθε που σου έλεγα «μου πέρασες».
Τίποτα δεν πέρασε. Τίποτα δεν ξέχασα. Και φωνάζει πιο δυνατά η απουσία σου τα βράδια εκείνα που γυρνώ κομμάτια σ’ ένα κρεβάτι που κλείδωσε το άρωμά σου. Που κάθε που γυρνάω πλευρό μυρίζω εσένα. Που αν κλείσω τα μάτια σ’ ακούω ακόμα να μου λες να σταματήσω να κάνω φασαρία και κάτι γέλια μας μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Δε θέλησα ποτέ κανένα κορμί περισσότερο απ’ το δικό σου. Δε δίψασα ποτέ να κερδίσω παρουσία όσο τη δικιά σου. Και σαν μου την έδωσες στο πιάτο δεν ήξερα πώς να την κρατήσω. Μην πέσει, μη σπάσει, μην τη δουν και τη ζηλέψουν. Και σ’ αγάπησα μέσα σε όλες μας τις φυγές, μέσα σε όλα μας τα «μαζί», μέσα σε κάθε στιγμή που δεν υπήρξαν άλλοι δρόμοι για μας.
Φοβήθηκα. Φοβήθηκα όλα όσα ένιωσα για σένα -κι εσύ για μένα. Γιατί δεν καταφέραμε ποτέ να κόψουμε τα νήματα που μας έδειχναν το δρόμο για να μπορούσαμε έστω και σαν ψευδαίσθηση να πούμε πως όλο αυτό ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που δε θέλαμε ποτέ να τελειώσει. Και κάθε που πήγαινα να φύγω, να ξεχάσω, μου τέντωνες το νήμα και μ’ έφερνες κοντά σου.
Δεν ξέρω πού θα μας βγει. Ξέρω πως όσο κι αν ήθελα να φύγω από κοντά σου, όσο κι αν ήθελα να πω «δεν ένιωσα», δεν μπόρεσα. Είσαι η τελευταία μου σκέψη τα βράδια και πάντα θα είσαι. Κι ας ζούμε μονάχα κάθε που η ανάγκη να νιώσουμε ξανά το «μαζί» φουντώνει τόσο που απειλεί να μας πνίξει. Σαν πολιτισμένοι κανίβαλοι που ρουφούν το θήραμά τους. Γιατί μαζί σου θα βγαίνει πάντα κάθε πρωτόγονο συναίσθημα.