Εσύ το τέλος μου, εσύ κι η αρχή μου. Το γνώριζα στα 16 μου, επιβεβαιώνομαι στα 27. Έπρεπε να φύγω, ήθελα να φύγω, αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια, δε θυμάμαι ακριβώς. Λυσσασμένα και κακομαθημένα σε ένα σκηνικό εκβιασμού για το τίποτα. Από το τίποτα. Βλέπεις, δεν ξέραμε τότε και πολλά για το bullying.
Κι ήταν μια μορφή φυγής σωτήρια κι αδιέξοδο μαζί. Μια φυγή καταδικασμένη γιατί είχε τον ίσκιο ενός απωθημένου που έμελλε να την καταδιώκει για την επόμενη δεκαετία.
Η ζωή θέλοντας και μη βάδιζε το δρόμο της, δίπλα της ή πίσω της εγώ, δεν ξέρω να σου πω με σιγουριά. Σίγουρα όμως μου έχει δώσει πολλά. Κάποτε, τις περισσότερες φορές μάλλον και χωρίς να το ζητήσω. Μαθήματα που δεν τα ζήτησα καν, μου τα επέβαλαν με τα διαδοχικά μαχαίρια, με τα εύκολα λόγια ακόμα και με τα άλλα λόγια, τα ανείπωτα.
Και μέσα σ΄όλα εσύ. Στη σκέψη, στα όνειρα. Σε ονειρευόμουν, δεν είχα άλλωστε κι άλλη επιλογή. Ό,τι δεν έχεις, λένε, γίνεται εμμονή. Σκέψου όταν χάνεις ακόμα και τα ίχνη του άλλου. Δέκα χρόνια αναζήτησης, με ιστορίες θανάτου ευτυχώς απλής συνωνυμίας να περιλαμβάνονται στην ιστορία.
Σε ονειρευόμουν, που λες. Είχα κολλήσει σε εκείνη την αγκαλιά, που ούτε κι αυτή δε μας άφησαν να τη χαρούμε. Και πίστεψέ με έχω χορτάσει από αγκαλιές. Μα εγώ ήθελα τη δικιά σου. Αυτή η ανάμειξη καπνού με κολόνια μου είχε λείψει, λες κι αποτέλεσε κομμάτι μου με την πρώτη σου αφή.
Εκείνο το βλέμμα που από πιο γεμάτο από ποτέ κατάντησε εκνευριστικά ουδέτερο και χαμηλωμένο, μου ‘χει λείψει. Μου είχε λείψει κι ας ένιωθα ευτυχισμένη στις στιγμές μου. Πάλεψα βλέπεις για να είμαι καλά και το έχω υπερήφανα καταφέρει.
Δε σταμάτησα, η αλήθεια είναι, να σε ψάχνω ποτέ. Και το ότι ο επιμένων νικά πρέπει να επινοήθηκε μετά από γερή δόση πόνου . Έντεκα χρόνια μετά και τυχαία βρέθηκες στο αναγκαίο κακό της κοινωνικής δικτύωσης. Σου ‘στειλα το αίτημα. Δε θυμάμαι πώς ένιωσα, ούτε καν θυμάμαι πώς ένιωσα στο πρώτο σου μήνυμα. Δεν μπορούσα καν να νιώσω τα πόδια μου στο έδαφος κι ας περπατούσα για ώρες στο λιμάνι.
Έτρεμα κι έκλαιγα για το επόμενο διήμερο. Ήτανε πολλά τελικά και ήτανε ακόμα πιο καλά φυλαγμένα. Και να μην ήτανε δηλαδή, τι θα άλλαζε; Όσα δε θες να θυμάσαι, σε βρίσκουν. Ένα μικρό θαύμα που το περίμενες χρόνια και θες τόσο να το χαρείς, να το ζήσεις, μα προηγείται το ξέσπασμα. Το ξέσπασμα που ελπίζεις να στείλει στον αγύριστο όλα όσα πέρασες, όλες εκείνες τις αχρείαστες στιγμές που σπατάλησες ενώ ήξερες ακριβώς τι είναι αυτό που ήθελες πάντα μα δεν είχες το παραμικρό ίχνος τύχης να έλθεις σε μακρινή έστω απόσταση μαζί του.
Μα από την άλλη, αν για μια φορά άντεξες πιστεύοντας στην ύπαρξη ενός λόγου, μιας απρόσωπης ή μή αιτίας, τώρα ξέρεις ότι η αναμονή άξιζε. Και τη βλέπεις και χαμογελάς. Εσένα που σε διέλυαν οι αναμνήσεις, σε μια στιγμή τα θυμάσαι και ξαφνικά δε νιώθεις τίποτα.
Είναι που το όλο σου βρήκε την ευκαιρία, τη δίοδο εκείνη, να τρυπώσει και να κατευθυνθεί εκεί που θέλει. Κι αν η διαδρομή τελικά σε πάει πίσω, τουλάχιστον ήξερες. Πήρες το θαύμα σου κι αυτό και μόνο περισσεύει.
Δεν είμαι 16 πια. Δεν είμαι αφελής και χαζοχαρούμενη κι ούτε πιστεύω εύκολα. Έχω χάσει την παιδική μου αθωότητα κι ας μην το θέλω. Έχω γίνει όμως πάνω απ’ όλα ειλικρινής και αυτό που εγώ ορίζω αξιοπρέπεια υπάρχει σε αφθονία για εμένα κι όσους επέλεξα πλάι και γύρω μου.
Γι αυτό και σου ανακοινώνω με όλη μου την ειλικρίνεια πως αυτό το χαμόγελο που όλοι λένε πως μου πάει, εσύ το ‘χεις δει πρώτος απ’ όλους κι ας το έχω συνειδητοποιήσει χρόνια μετά. Κι αν άλλαξαν πολλά, με αυτό σου εκπέμπω το πιο ισχυρό κι έγκυρο σήμα. Είμαι εδώ. Αυτή τη φορά έτοιμη.
Μην ξεχάσω να σου πω κι αυτό. Είσαι καλύτερος απ’ ό,τι σε ονειρευόμουν, ήθελα να το ξέρεις.
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα