Γράφει η Σοφία.
Είχε καιρό που αποφάσισα πως το να είμαι μόνη, ανεξάρτητη, μακριά από οτιδήποτε θα με καθιστούσε ζευγάρι με κάποιον άλλο, θα με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα. Αυτόνομη, χωρίς να δίνω λογαριασμό, χωρίς να υποτάσσομαι σε πρέπει, σε θέλω, σε τίποτα. Ήμουν εγώ κι ο εαυτός μου, ζούσα μονάχα για την πάρτη μου, έκανα αυτό που ήξερα καλύτερα. Να φεύγω.
Κάθε μου φυγή με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερο πουλί, να δηλώνω πως δε γουστάρω, πως δεν είμαι πλασμένη για μόνιμες καταστάσεις, για ρομαντικές περιπτύξεις ή για βραδιές ραντισμένες με γλυκόλογα και ροδοπέταλα ριγμένα ολούθε. Όχι ότι δε με κολάκευε ένα τέτοιο σκηνικό, απεναντίας έκανε το ρομαντικό στοιχείο που έκρυβα βαθιά μέσα μου να ξυπνήσει κι από ράθυμο συναίσθημα να μεταμορφωθεί σε θηρίο έτοιμο να με κατασπαράξει, να με παρασύρει μια και καλή στη δίνη του.
Η ανεξαρτησία μου κράτησε μέχρι ένα ζευγάρι μάτια να μαγνητίσουν το μέσα μου και να με τραβήξουν έξω απ’ όλα όσα είχα μάθει, έξω απ’ όλα εκείνα που με έκαναν αναίσθητη και να μη νοιάζομαι για το αν θα πληγώσω, πώς θα πληγώσω ή πότε θα πληγώσω. Αδύναμη μπρος σε τούτο το πρωτόγνωρο μεγαλείο ήταν απλώς θέμα χρόνου ο τρόμος να κατασκηνώσει μια και καλή πλάι στην καρδιά μου κι από αρπακτικό της ίδιας μου της ύπαρξης να μετατραπώ σ’ ένα πλάσμα που φοβόταν περισσότερο για τον άλλο παρά για τον ίδιο του τον εαυτό.
Να τον πληγώσω φάνταζε χειρότερο απ’ το να καίγομαι αιωνίως στα καζάνια της κόλασης. Να δω το βλέμμα του να μαρτυρά την απογοήτευση και τη θλίψη, μου προκαλούσε τρέμουλο, λουζόμουν τον κρύο ιδρώτα σε όλο μου το κορμί. Που να με πάρει ο διάολος, με είχε αλυσοδέσει τόσο σφιχτά, το οξυγόνο μου τελείωνε μέρα με τη μέρα καθώς προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως το μόνο που με έδενε μαζί του ήταν η καλοπέραση. Τις στιγμές που αποδεχόμουν τον έρωτα που είχε εισβάλλει βίαια μέσα μου, μου έδινε ανάσα. Εκείνος μου έδινε ανάσα. Και τον μισούσα τόσο πολύ γι’ αυτό.
Το αγρίμι που κατοικούσε στη διαολεμένη μου ψυχή είχε καταλαγιάσει κι αισθανόμουν περισσότερο σαν σκυλάκι του καναπέ, παρά με λύκο όπως ήθελα να αυτοχαρακτηρίζομαι. Γελάνε κι οι πέτρες μαζί μου. Η συνήθεια μου φώναξε δυνατά να φύγω, η δύναμή της τόσο ισχυρή, μα εγώ εκεί να κάθομαι να υπομένω χωρίς να ξέρω το γιατί, χωρίς να μπορώ να σταματήσω τη φωνή μέσα μου να ουρλιάζει χωρίς σταματημό. Τι διάολο συνέβαινε μαζί μου;
Μα απ’ την άλλη ίσως και να ‘μουν λύκος. Ερωτεύτηκα το φεγγάρι κι έκλαιγα για μια αγάπη που ίσως να μην άγγιζα, ούρλιαζα στο όνομα αυτού που επιθυμούσα περισσότερο. Και τη στιγμή που έφτασα ν’ αγγίζω το πιο προσωπικό μου θέλω, κώλωσα, έκανα πίσω. Κι όλο αυτό μέχρι η σελήνη, ο πιο πιστός μου σύντροφος να γονατίσει μπρος στα πόδια μου και να μου ανταποδώσει τα χαρμόσυνα. Τόσο καιρό να την αγναντεύω από κάτω, σχεδόν πίστεψα στο αδύνατο της σχέσης μας. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα μου.
Η φυγή πλέον γινόταν κάτι δύσκολο, δυσβάσταχτο. Τα βήματά μου φάνταζαν μετέωρα σε περίπτωση λοξοπατήματος. Αρνιόμουν πεισματικά να δω την πραγματικότητα που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου. Γαμώτο, είχα ερωτευτεί. Είχα πέσει θύμα στην ίδια μου την παγίδα, ήμουν η ειρωνεία προσωποποιημένη. Σχεδόν άκουγα τα χάχανα να φτάνουν σαν ψίθυρος στα αυτιά μου και δεν ήξερα αν έπρεπε να θυμώσω ή να χαρώ με τούτη την εξέλιξη. Άγνωστο αν θα είχε αίσιο τέλος, αδιάφορο αν θα ανταποκρινόμουν στο εκατό τις εκατό. Ο αυτόματος πιλότος είχε ήδη αναλάβει τα ηνία και κάθε λογής συναίσθημα που κουβαλούσα έβγαινε με τη σειρά του, έβγαινε πλέον στην ώρα του.
Και ξάφνου, εκεί που οι ενδοιασμοί κι οι αμφιβολίες γέμιζαν το δωμάτιο, το νου μου κατέκλυσαν κάποιοι στίχοι: «Για μένα που γίνομαι μέρα τη μέρα θάλασσα», ναι, γινόμουν θάλασσα, γινόμουν νερό και ξεχυνόμουν. «Δείξε μεγάθυμος, Κύριε ημών, δεν αμαρτήσαμε από πλάνη, μα σε μιαν έλαμψη φρονήσεως». Η αμαρτία μου δεν ήταν αποτέλεσμα πλάνης. Ήταν αποτέλεσμα σκέψης, περισυλλογής ίσως και λίγης πίκρας. Απέφευγα τον έρωτα και τα δεσμά του, τον αγνοούσα όπως ο διάβολος το λιβάνι. Το λιβάνι ήταν ο έρωτας κι εγώ καιγόμουν στη φωτιά του.
Λίγο-λίγο, αυτή η ακατάπαυστη προσπάθεια να με πείσει να μείνω υπερνίκησε τα εγωιστικά, μηδαμινά μου ένστικτα. Οποιαδήποτε αντίσταση πλέον περισσότερο με καθιστούσε υποχείριο παρά μια ανεξάρτητη παρουσία, ψυχική και μη, και με το πέρασμα του χρόνου το μόνο που ήμουν σε θέση να σκεφτώ ήταν «Να παν να γαμηθούν κι οι ενδοιασμοί κι οι φόβοι». Τι είχαμε τι χάσαμε. Έναν ανεκπλήρωτο έρωτα ζητούσα, κάτι για να με νανουρίζει τα βράδια όταν η ησυχία έπαιζε με τα νεύρα μου. Κάποιον που ν’ αγγίξει αυτό το κάτι που όλοι οι προηγούμενοι αγνοούσαν κι αδιάφορα προσπερνούσαν κόβοντας βόλτες χαζεύοντας τη θέα.
Σίγουρα κανένας δεν είναι το λιμάνι κανενός. Ίσα που θα μπαρκάρεις σε κάποια χιλιοπατημένη ακτή και θ’ απολαύσεις τα καλούδια του τόπου. Μα εγώ δεν έκανα τον κόπο να πλησιάσω στεριά. Περνούσα σχίζοντας τα νερά ίσα να δουν την παρουσία μου κι ύστερα έβαζα πλώρη για νέες θάλασσες. Τούτη τη φορά, μπαΐλτισμένη απ’ την αλμύρα και τις φουρτούνες, δεν καταδέχτηκα τη γοητεία του γαλάζιου, μα πάτησα γη αποφασισμένη να φύγω μονάχα την ώρα που με έδιωχνε ο τόπος.