Γράφει η Έρη.
Εγώ θέλω εσένα κι εσύ θες την παρέα μου. Ειρωνεία, ε; Πώς τα μπλέξαμε έτσι ούτε που το κατάλαβα. Εγώ να θέλω να σε πιάσω και να σε φιλήσω κάθε φορά που βρίσκεσαι δίπλα μου κι εσύ να λες πως είμαι καλό κορίτσι και πως για φιλενάδα μοιάζω ιδανική.
Από εκείνη τη μέρα που αποφάσισα να κάνω την προσπάθεια να γίνει το φιλικό κάτι παραπάνω, που σου ανοίχτηκα και σου ‘πα πως καιρό τώρα έχεις πάψει πια να ‘σαι ο κολλητός που ονειρευόμουν, μιας και κάθε φορά που βρισκόμαστε αναστατώνομαι, ήρθαν τα πάνω κάτω. Κι όχι γιατί επιτέλους τα ‘βγαλα από μέσα μου και βρήκα το θάρρος να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου, μα γιατί συμβιβάστηκα μ’ αυτό που ακολούθησε.
Στην αρχή έμοιαζε να τα ‘χασες λιγάκι, δεν ήξερες πώς ν’ αντιδράσεις. Μου είπες πως ήσουν πάντα ξεκάθαρος μαζί μου, πως δε μου είχες δώσει πατήματα να πιστέψω πως έχουμε κάτι παραπάνω ή πως με βλέπεις διαφορετικά. Για λίγο καιρό -θα ‘ταν κάνα διβδόμαδο- μπορώ να πω πως απομακρύνθηκες κιόλας. Ποτέ δε με απέρριψες ξεκάθαρα, μα ήταν πασιφανές πως δεν ήταν αμοιβαία τα αισθήματα. Κρατήσαμε αποστάσεις, γιατί πιστέψαμε πως έτσι θα ‘ταν καλύτερα, χωρίς να συζητήσουμε ποτέ κάτι παραπάνω για μας, πέρα από εκείνο το βράδυ που σου άνοιξα την καρδιά μου και στα είπα όλα.
Μέχρι που κάποια στιγμή ήταν λες και έληξε η περίοδος που έπρεπε να μείνεις μακριά μου, λες και πάτησες ένα μαγικό κουμπάκι και διέγραψες ό,τι σου είχα πει. Από τότε με παίρνεις να πιούμε το καφεδάκι μας όπως πριν, να πούμε τα νέα μας, να μου κάνεις αστεία πειράγματα. Ντάξει, για κάναν νέο έρωτα που σ’ ενθουσίασε και σου πήρε τα μυαλά, δε μου μίλησες ακόμα (αυτό τουλάχιστον στο δίνω).
Κι εγώ τα ‘χασα. Μετά την ερωτική μου εξομολόγηση ήμασταν ξανά όπως πριν. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα, λες και δε σου είχα μιλήσει ποτέ για το τι νιώθω. Αρχικά, μου άρεσε, γιατί ένιωσα πως με πλησιάζεις ξανά. Εκείνο το κενό ανάμεσά μας που τόσο με είχε χαλάσει άρχισε να γεφυρώνεται κι εμείς να ερχόμαστε και πάλι κοντά. Τα πράγματα ήταν λες κι η φιλία χρόνων που μας ενώνει δεν κλονίστηκε ποτέ από τίποτα.
Να σου πω όμως μια μεγάλη αλήθεια; Η φιλία μας δε μ’ αρέσει πια. Κι όχι γιατί δε σε νοιάζομαι ή γιατί έπαψες πια να ‘σαι σημαντικός για μένα, μα γιατί θεωρώ πως δεν άκουσες λέξη απ’ όσα σου είπα. Πως πίστεψες ότι ήταν μια παρόρμηση της στιγμής, μια φάση αδυναμίας που με δυο βδομάδες απομάκρυνσης θα κατάφερνα να κλειδώσω σ’ ένα ντουλάπι και να χάσω το κλειδί. Δεν μπορούμε πια να ‘μαστε φίλοι και κατά βάθος χαίρομαι γι’ αυτό. Δε θέλω να μου λες πώς περνάς με άλλες, να μου μιλάς για τη νέα καψούρα σου, να βρω κι εγώ ένα ταίρι και να βγαίνουμε όλοι μαζί ζευγαράκια. Μεταξύ μας, το θεωρώ κάπως υποκριτικό. Αφού δε θες να είμαστε μαζί, καλύτερα να μην είμαστε τίποτα, γιατί δεν είναι κι η καλύτερή μου να ‘μαι δίπλα σου απ’ τη στιγμή που εγώ σε θέλω κι εσύ με βλέπεις φιλικά.