Πέρασες και με πήρες απ’ το σπίτι. Ακόμα θυμάμαι που μου ΄χες στείλει μήνυμα τελευταία στιγμή κι έτρεχα σαν την τρελή να προλάβω να ετοιμαστώ. «Ψήνεσαι να κάνουμε κάτι παρέα; Σε καμιά ώρα είναι καλά;». Είναι λες και το βλέπω μπροστά μου εκείνο το μήνυμα. Κι όσο κι αν ήμουν κουρασμένη, όσο κι αν ήθελα να βάλω πιτζάμες και να χουχουλιάσω στην τηλεόραση, η απάντησή μου ήταν θετική χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ν’ ανάψω θερμοσίφωνα, να προλάβει να ζεστάνει νερό, να μπω στα γρήγορα στο μπάνιο για να ‘ρθω φρεσκολουσμένη. Να στεγνώσω άρον άρον το μαλλί και ν’ αποφασίσω τι να βάλω. Ήθελα κάτι που να μοιάζει ανεπιτήδευτο, χαλαρό, ιδανικό για την περίσταση, αλλά να είναι παράλληλα και προσεκτικά επιλεγμένο. Οριακά ετοιμάστηκα στην ώρα μου, νομίζω πως σ’ έστησα και δέκα λεπτά, τα οποία ακόμα μου χτυπάς άπαξ και τύχει να αργήσω.
Μπήκα στο αυτοκίνητο σίγουρη πως κάπου θ’ αράξουμε. Κι όμως φαινόταν σαν να ήθελες απλώς να μείνουμε από βενζίνη. Περάσαμε απ’ όλα τα στενάκια, κάναμε κύκλους χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι έχεις στο μυαλό σου. Κάποια στιγμή είχα την αίσθηση πως απλώς σου ‘λειψε το αίσθημα της οδήγησης και ήθελες να μπεις στ’ αυτοκίνητο με μένα μαζί. Άνοιξες τα παράθυρα και σου ‘πα πως κρυώνω.
Πρέπει να πέρασε κάνα 40λεπτο, μα κουβέντα δεν ανταλλάξαμε. Μονάχα κάτι βλέμματα που δήθεν τυχαία συναντήθηκαν και απότομα άλλαξαν κατεύθυνση. Ακόμα δεν είχα καταλάβει, γιατί μου πρότεινες να βγούμε εκείνο το βράδυ. Φαινόταν πως ήθελες την παρέα μου με εμένα σιωπηλή. Πως αρκούσε η αύρα μου να σε συντροφεύσει σ’ εκείνη τη βόλτα.
Κάποια στιγμή άνοιξες το ράδιο. Έψαξες να βρεις σταθμό που να παίζει τραγούδι που να μας ταιριάζει. «Και μετά δε μιλάμε πολύ γιατί τ’ όνειρο ζει στη σιωπή», τραγουδούσε η Τσαλιγοπούλου και με κοίταξες μ’ ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενο. Λίγο μετά, χωρίς να το περιμένω, πάρκαρες. Το μέρος δε θα το ‘λεγα απόμερο, κόσμος περνούσε κι ο φωτισμός ήταν έντονος κι ας κόντευαν μεσάνυχτα. Η πρώτη σκέψη που μου ‘ρθε στο μυαλό ήταν πως δεν έχεις κατά νου να με αποπλανήσεις.
Ξεκίνησες μια συζήτηση διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Άρχισες να μιλάς ξαφνικά για συναισθήματα. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πιο ξεκάθαρα λόγια δεν είχα ακούσει από σένα, μου πες τι νιώθεις για μένα, πώς βλέπεις τα πράγματα, πού πάει το μεταξύ μας. Κατάθεση ψυχής θα την ονόμαζα εκείνη τη βόλτα αν μπορούσα να της δώσω έναν τίτλο. Ήταν η πρώτη φορά που μου ανοίχτηκες. Τα έπαιξες όλα για όλα, μ’ άφησες να δω τα χαρτιά σου -αυτή τη φορά όχι με κλεφτές ματιές, αλλά πετώντας τα πάνω στο τραπέζι με απότομη κίνηση.
Εκείνη τη νύχτα τα είπαμε όλα. Μου είπες πως με θες κι όλα όσα φοβάσαι. Σου μίλησα για μένα, για το τι μ’ έχει σημαδέψει. Μια βραδιά στο δικό σου αυτοκίνητο έφτανε για να μας φέρει πιο κοντά. Οι λέξεις σου έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου. Τότε τα ξεκαθαρίσαμε όλα. Κάναμε τα πολύπλοκα να μοιάζουν πιο απλά, ήρθαμε πιο κοντά και τα πάντα μπήκαν σε τάξη.
Άραγε τι θα γινόταν αν εκείνη τη νύχτα έμενα όντως στο σπίτι;