Γράφει η Ανδριάνα.
Γύρισα στον τόπο του εγκλήματος. Απόψε. Αυτή τη μέρα που κάθε χρονιά περνούσαμε μαζί. Γιατί σήμερα δεν είναι οποιαδήποτε ανούσια μέρα. Είναι η μέρα της επετείου μας. Και δε θα μπορούσα να ήμουν οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ.
Έξω απ’ το παράθυρο αυτού του δωματίου, που κάναμε φωλιά μας, μοιάζουν όλα τα ίδια. Κι αυτή παράξενη όψη του γκριζαρισμένου ορίζοντα ταυτίζεται με την ψυχολογία μου σήμερα. Γιατί φέτος είναι η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που δεν είσαι στο πλάι μου, αλλά παραμένεις στην καρδιά μου. Γιατί η σκέψη σου ποτέ δεν κοιμήθηκε.
Μας θυμάμαι παιδιά, να περπατάμε μπροστά απ’ το καταγάλανο αυτής της θάλασσας και να πετάμε ο ένας στον άλλο όνειρα. Έβλεπα στα μάτια σου αυτό το άπιαστο όνειρό της δικής μας ολοκλήρωσης. Και σου φώναζα γλυκά πως η ζωή θα είναι πάντα απρόβλεπτη και πως αυτός εκεί ψηλά μας ακούει που κάνουμε σχέδια και γελά.
Σαν σήμερα έγινες δικός μου. Ένα κρύο μελαγχολικό βράδυ του Φλεβάρη. Μια μέρα που δε μου άφησε άλλη επιλογή απ’ το να χαραχτεί μέσα μου, χωρίς κανείς και τίποτα να μπορεί να τη σβήσει. Γιατί αυτή η μέρα μοιάζει να είναι κενή. Μοιάζουν οι ώρες και τα λεπτά της ατέλειωτα. Γιατί αν αυτός που αγαπάς δεν είναι εδώ, όλα μοιάζουνε ξένα.
Πόσο θα ήθελα να γυρνούσα πίσω το χρόνο. Αν μόνο ήξερα αυτό που τώρα ξέρω. Ας είχαν έναν τρόπο οι άνθρωποι με το πατούν το πόδι τους σ’ αυτή τη γη να ξέρανε το γραφτό τους. Να μπορούσαν να προλάβουν καταστάσεις, λάθη και να ζούσαν στιγμές σαν να ‘ταν η τελευταία φορά. Όνειρα θερινής νυκτός. Γιατί τα θέλουμε όλα δικά μας σαν άπληστα όντα που είμαστε. Που φωνάζουμε πως ζούμε την απλότητα των στιγμών πίσω από τεράστιες βιτρίνες κομφόρ και ανέσεων. Εσύ, όμως, δεν ήσουνα ποτέ αυτός. Ήσουν μια κατηγορία από μόνος σου. Και μήνες μετά ακόμη δεν μπορώ να αφήσω τίποτα πίσω.
Όταν δύο γίνονται ένα κανείς δεν πρέπει να τους σπάει. Τίποτα να μην τους χωρίζει. Γιατί κανείς δεν πρέπει να χάνει αυτόν που αγαπά. Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο μαρτύριο γι’ αυτόν που μένει πίσω απ’ το να ζει με τις αναμνήσεις. Κανείς δεν πρέπει να ζει με απομεινάρια στιγμών. Με ανθρώπους κι αγάπη πρέπει να γεμίζει ψυχή μας.
Το ξέρω πως όσο κι αν κοροϊδεύω τον εαυτό μου, εμείς οι δύο σ’ αυτή τη ζωή δε θα ξαναβρεθούμε. Δε θα μπορέσω ποτέ να σου πετάξω στη μούρη όλα τα «σ’ αγαπώ» που έπνιξα μακριά σου. Δε θα σε βλέπω να κοιμάσαι τα βράδια στο πλευρό μου. Και μου έλειψες, όπως το φώς που ψάχνει ο τυφλός στο σκοτάδι. Κι ας συνεχίζω ακόμα να σε ψάχνω μέσα στο πλήθος, σαν η τελευταία ψευδαίσθηση που μου απόμεινε.
Όπου κι αν είσαι, το ξέρω πως κι εσύ απόψε το βράδυ θα είσαι εδώ. Γιατί μόλις κλείνω τα μάτια είσαι εδώ.